Καδμεῖος
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
English (LSJ)
α, ον, Ionic Καδμήϊος, η, ον, Cadmean, Hes. Th. 940, etc. — Καδμεῖοι, οἱ, the Cadmeans or ancient inhabitants of Thebes, Il. 4.388, Hes. Th. 326, Hdt. 5.57, etc. — Καδμεία, ἡ, the citadel of Thebes, X. HG 6.3.11; also, Pythag. name for eight, Theol.Ar. 54; prov., Κ. νίκη a victory involving one's own ruin (from the story of the Σπαρτοί, or that of Polynices and Eteocles), Hdt. 1.166, cf. Pl. Lg. 641c, Plu. 2.488a, Suid. (but = a great victory, Arr. Fr. 21 J.); so Κ. κράτος AP 5.178 (Mel.); metaph, Κ. παιδεία Pl. l.c.; Κ. γράμματα the alphabet, supposed to have been brought by K. from Phoenicia, Hdt. 5.59.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Cadmos, cadméen ; οἱ Καδμεῖοι les descendants de Cadmos, les Thébains.
Étymologie: Κάδμος.
Russian (Dvoretsky)
Καδμεῖος: дор. Καδμέϊος, ион. Καδμήϊος 3 кадмов, кадмейский, т. е. фиванский: Καδμεία νίκη погов. Plat. кадмейская победа (гибельная для обеих сторон, как в битве Σπαρτοί или Этеокла с Полиником).
Greek (Liddell-Scott)
Καδμεῖος: -α, -ον, ὁ ἐκ τοῦ Κάδμου, Καδμείη... Σεμέλη, ἡ τοῦ Κάδμου θυγάτηρ, Ἡσ. Θ. 940, Τραγ.· ποιητ. Καδμέϊος, Πινδ. Ι. 4. 88 (3. 71), Σοφ. Ἀντ. 1115· - Καδμεῖοι, οἱ, οἱ παλαιοὶ κάτοικοι τῶν Θηβῶν, Ὅμ., Ἡσ., Τραγ.· ὡσαύτως Καδμείωνες Ἰλ. Δ. 385, κτλ.: - ἡ Καδμεία, ἡ ἀκρόπολις τῶν Θηβῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 11· - παροιμ., Καδμεία νίκη, ἐπιφέρουσα δηλ. τὸν ἴδιον ὄλεθρον τῶν νικώντων (ἐκ τοῦ μύθου τῶν Σπαρτῶν, δηλ. τῶν καταγομένων ἐκ τῶν σπαρτῶν ὀδόντων τοῦ δράκοντος, ἢ ἐκ τῆς ἱστορίας τοῦ Πολυνείκους καὶ Ἐτεοκλέους), Ἡρόδ. 1. 166, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 641C, Πλούτ. 2. 488Α, Σουίδ.· ὡσαύτως, Καδμεῖον κράτος Ἀνθ. Π. 5. 179.
Greek Monotonic
Καδμεῖος: -α, -ον, Καδμείος, ο καταγόμενος από τον Κάδμο, σε Ησίοδ., Τραγ.· ποιητ. Καδμέϊος, σε Πίνδ., Σοφ.· Ιων. αντί Καδμήϊος, -η, -ον· Καδμεῖοι, οἱ, οι Καδμείοι ή οι παλαιοί κάτοικοι των Θηβών, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης Καδμειῶνες, σε Ομήρ. Ιλ.· ἡ Καδμεία, η ακρόπολη των Θηβών, σε Ξεν.· παροιμ., Καδμεία νίκη, η νίκη που επιφέρει τον χαμό των ίδιων των νικητών (από το μύθο των Σπαρτῶν ή από την ιστορία του Πολυνείκη και Ετεοκλή), σε Ηρόδ.
Middle Liddell
Καδμεῖος, η, ον
Cadmean, Hes., Trag.; poet. Καδμέϊος, Pind., Soph., ionic form Καδμήιος, η, ον Καδμεῖοι, οἱ, the Cadmeans or ancient inhabitants of Thebes, Hom., etc.; also Καδμείωνες, Il.:— ἡ Καδμεία the citadel of Thebes, Xen.:—proverb., Καδμεία νίκη a dear-bought victory (from the story of the Σπαρτοί, or that of Polynices and Eteocles), Hdt.