δολόεις

From LSJ
Revision as of 12:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολόεις Medium diacritics: δολόεις Low diacritics: δολόεις Capitals: ΔΟΛΟΕΙΣ
Transliteration A: dolóeis Transliteration B: doloeis Transliteration C: doloeis Beta Code: dolo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (δόλος) A subtle, wily, Καλυψώ, Κίρκη, Od.7.245, 9.32. II of things, craftily contrived, artful, δέσματα 8.281; θάνατος Hellanic.69(a) J.; Τροίας ἕδη E.IA1527 (lyr.).

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
1 de dioses y pers. artero, astuto, pérfido Καλυψώ Od.7.245, Κίρκη Od.9.32, de Medea, A.R.3.89, cf. AP 4.3b.25, de Odiseo, Q.S.5.449, de Ares, Nonn.D.4.242, de Eros, Nonn.D.15.220, de Hermes, Nonn.D.9.233, de Selene PMag.4.2285.
2 de cosas y abstr. engañoso, doloso ἀράχνια ... δολόεντα ref. a las cadenas con que apresó Hefesto a Afrodita y Ares Od.8.281, πότμος Batr.(1)50, θάνατος Hellanic.169a, καὶ δολόεντα Τροίας ἕδη E.IA 1527, ἀρωγή A.R.2.423, μόρος Opp.H.2.156, 4.120, ἐσωπή Opp.H.4.358, ὄνειρα SHell.1148, ἀοιδή Orac.Sib.5.326, ἵππος del caballo de Troya, Q.S.12.169, 14.139, σώματα Triph.413, φύσις Synes.Hymn.1.705, ὕπνος Nonn.D.48.757.

German (Pape)

[Seite 655] εσσα, εν, voll List, listenreich, listig; Homer dreimal: Odyss. 7, 245 δολόεσσα Καλυψώ; 9, 32 Κίρκη δολόεσσα; 8, 281 von Fesseln (δέσματα) πέρι γὰρ δολόεντα τέτυκτο. – Τροίας ἕδη Eur. I. A. 1527; ἀρωγή Ap. Rh. 2, 423.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
1 artificieux, perfide;
2 fait avec un art perfide.
Étymologie: δόλος.

Russian (Dvoretsky)

δολόεις: όεσσα, όεν хитрый, коварный, лукавый (Καλυψω, δέσματα Hom.; Τροίας ἕδη Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δολόεις: εσσα, εν, (δόλος) δόλιος, πανοῦργος, Καλυψώ, Κίρκη Ὀδ. Η. 245, Ι. 32. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πανούργως ἐπινοηθεὶς ἢ κατασκευασθείς, πλήρης τέχνης ἢ τεχνασμάτων, ὡς τὸ τεχνήεις, δέσματα Θ. 281· θάνατος Ἑλλάν. 82· Τροίας ἕδη Εὐρ. Ι. Α. 1527.

English (Autenrieth)

εσσα, εν (δόλος): artful; fig., δέσματα, Od. 8.281.

Greek Monolingual

δολόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. (για πρόσ.) δολερός, πανούργος
2. (για πράγμ.) αυτός που επινοήθηκε ή κατασκευάστηκε με πανουργία.

Greek Monotonic

δολόεις: -εσσα, -εν (δόλας),
I. δόλιος, πανούργος, σε Ομήρ. Οδ.
II. λέγεται για πράγματα, πονηρά, επινοημένος, κατασκευασμένος, με τεχνάσματα, σε Ευρ.

Middle Liddell

δολόεις, εσσα, εν adj δόλος
I. subtle, wily, Od.
II. of things, craftily contrived, Eur.