δνοπαλίζω

From LSJ
Revision as of 12:53, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δνοπᾰλίζω Medium diacritics: δνοπαλίζω Low diacritics: δνοπαλίζω Capitals: ΔΝΟΠΑΛΙΖΩ
Transliteration A: dnopalízō Transliteration B: dnopalizō Transliteration C: dnopalizo Beta Code: dnopali/zw

English (LSJ)

shake violently, fling down, ἀνὴρ ἄνδρ' ἐδνοπάλιζεν Il. 4.472; τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις 'wrap thy old cloak about thee', Od. 14.512:—Pass., γυῖα δνοπαλίζεται, of the polypus, its arms wave about, Opp.H.2.295.

Spanish (DGE)

(δνοπᾰλίζω)
• Morfología: [fut. δνοπαλίξεις Od.14.512]
1 zarandear, enzarzarse con c. ac. de pers. ἀνὴρ δ' ἄνδρ' ἐδνοπάλιζεν Il.4.472
dud., quizá sacudir τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις Od.l.c., cf. δνοπαλίζειν· κεντεῖν, ταράσσειν ... σείειν Paus.Gr.δ 22.
2 en v. med. bambolearse, ondear en torno γυῖα δνοπαλίζεται del pulpo, Opp.H.2.295.

German (Pape)

[Seite 651] fut. δνοπαλίξω (vgl. δονέω u. πάλλω), hin u. her schwingen, schütteln, werfen; Homer zweimal: Iliad. 4, 472 οἱ δὲ λύκοι ἃς ἀλλήλοις ἐπόρουσαν, ἀνὴρ δ' ἄνδρ' ἐδνοπάλιζεν, var. lect. ἐδνοπάλιξεν Apoll. Lex. Homer. p. 59, 23; Odyss. 14, 512 ἀτὰρ ἠῶθέν γε τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, du wirst deine eigenen Lumpen tragen, Apoll. Lex. Homer. p. 59. 21 erklärt ἐκτινάξεις, – Pass., γυῖα δνοπαλίζεται, die Glieder schlottern, Opp. H. 2, 295.

French (Bailly abrégé)

f. δνοπαλίσω;
secouer, ébranler : ῥάκεα OD secouer, càd nettoyer et rapiécer des haillons.
Étymologie: DELG δονέω, πάλλω.

Russian (Dvoretsky)

δνοπᾰλίζω:
1) досл. трясти, потрясать, ирон. носить на себе, таскать (τὰ ῥάκεα Hom.);
2) поражать, убивать (ἀνὴρ δ᾽ ἄνδρ᾽ ἐδνοπάλιζεν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

δνοπᾰλίζω: μέλλ. -ξω, σείω βιαίως, καταρρίπτω, ἀνὴρ ἄνδρ’ ἐδνοπάλιζεν Ἰλ. Δ. 472· τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, «θὰ τυλίξῃς τὰ κουρέλια σου ‘ς τὸ σῶμά σου», Ὀδ. Ξ. 512. - Παθ., γυῖα δνοπαλίζεται, ἐπὶ τοῦ πολύποδος κινοῦντος κατὰ διαφόρους διευθύνσεις τοὺς πλοκάμους του, Ὀππ. Ἁλ. 2. 295. (Συγγενὲς τῷ δονέω).

English (Autenrieth)

doubtful word, ἀνὴρ δ' ἄνδῤ ἐδνοπάλιζεν, hustled, Il. 4.472 ; ἠῶθέν γε τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίζεις, you will bundle on your rags, Od. 14.512.

Greek Monolingual

δνοπαλίζω (Α)
σείω βίαια, καταρρίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό τών δονώ και πάλλω].

Greek Monotonic

δνοπᾰλίζω: μέλ. -ξω, κουνώ με βία, καταρρίπτω, σε Ομήρ. Ιλ.· τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, «τύλιξε τα κουρέλια σου στο σώμα σου», σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: shake, fling down (Δ 472, ξ 512 etc.)
Other forms: fut. δνοπαλίξω
Derivatives: δνοπάλιξις (sch. Opp. ).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: One compares δονέω and πάλλω. But hardly made from these words (s. Schwyzer 645 w. n. 1 on such formations). The group δν- is typical for Pre-Greek words; from δνοπ-αλ-? See also Chantraine Gramm. hom. 1, 340.

Middle Liddell


to shake violently, fling down, Il.; τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις "wrap thy old cloak about thee, " Od. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

δνοπαλίζω: {dnopalízō}
Forms: Fut. δνοπαλίξω
Grammar: v.
Meaning: etwa schütteln (Δ 472, ξ 512; danach Opp. H. 2, 295).
Derivative: Davon δνοπάλιξις (Sch. Opp. z. St.).
Etymology: Expressive Bildung, an δονέω und πάλλω erinnernd und vielleicht aus diesen zusammengefügt. Lit. bei Schwyzer 645 m. A. 1, wo ausführlich über derartige Erscheinungen. Zur Bildung s. auch Chantraine Gramm. hom. 1, 340.
Page 1,403