δυσφήμημα
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
ατος, τό, word of ill omen, Plu.2.1065e.
Spanish (DGE)
-ματος, τό palabra de mal agüero Plu.2.1065e.
German (Pape)
[Seite 690] τό, Schmährede, Plut. adv. St. 14.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
blasphème.
Étymologie: δυσφημέω.
Russian (Dvoretsky)
δυσφήμημα: ατος τό хула Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δυσφήμημα: τό, λέξις δυσοιώνιστος, βλασφημία, Πλούτ. 2. 1065Ε.