θηγάνη

From LSJ
Revision as of 13:28, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηγάνη Medium diacritics: θηγάνη Low diacritics: θηγάνη Capitals: ΘΗΓΑΝΗ
Transliteration A: thēgánē Transliteration B: thēganē Transliteration C: thigani Beta Code: qhga/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, whetstone, A.Ag.1536 (lyr.), S.Aj.820: metaph., αἱματηρὰς θηγάνας = incentives to bloodshed, A.Eu.859; θ. λάλης Luc. Lex.14:—also θήγανον, τό, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1206] ἡ, der Wetzstein; Aesch. Ag. 1518; σιδηροβρῶτι θηγάνῃ νεηκονὴς σφαγεύς Soph. Ai. 807; übertr., Aufreizung, σὺ δ' ἐν τόποισι τοῖς ἐμοῖς μὴ βάλῃς μήθ' αἱματηρὰς θηγάνας Aesch. Eum. 821; Luc. Lexiph. 14 τὸ γὰρ ἐρεσχελεῖν ἀλλήλους συχνάκις λάλης θηγάνη γίγνεται.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 pierre à aiguiser;
2 aiguillon.
Étymologie: θήγω.

Russian (Dvoretsky)

θηγάνη: (ᾰ) ἡ1) точильный камень, оселок: ὁ σφαγεὺς θηγάνῃ νεηκονής Soph. убийца-меч, только что отточенный о камень;
2) побудительное начало, возбудитель: βαλεῖν αἱματηρὰς θηγάνας Aesch. разжечь кровавые распри; λάλης θ. Luc. развязывание языков.

Greek (Liddell-Scott)

θηγάνη: ἡ, ἀκόνη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1536, Σοφ. Αἴ. 820: μεταφ., αἱματηρὰς θηγάνας, παροτρύνσεις εἰς αἱματοχυσίαν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 859· θ. λάλης Λουκ. Λεξιφ. 14. ― ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει καὶ θήγανον, τό.

Greek Monolingual

θηγάνη, ἡ (Α) θήγω
1. το ακόνι
2. παροξυσμός, ερεθισμός.

Greek Monotonic

θηγάνη: [ᾰ], ἡ, ακονόπετρα, σε Αισχύλ., Σοφ.· μεταφ., αἱματηρὰς θηγάνας, παροτρύνσεις, κίνητρα, εναύσματα προς αιματοχυσία, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θηγᾰ́νη, ἡ,
a whetstone, Aesch., Soph.: metaph., αἱματηραὶς θηγάναι incentives to bloodshed, Aesch.