μισθαρνικός

From LSJ
Revision as of 14:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθαρνικός Medium diacritics: μισθαρνικός Low diacritics: μισθαρνικός Capitals: ΜΙΣΘΑΡΝΙΚΟΣ
Transliteration A: mistharnikós Transliteration B: mistharnikos Transliteration C: mistharnikos Beta Code: misqarniko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for hired work, mercenary, ἐργασίαι, τέχναι, ib.1337b13, EE1215a31.

German (Pape)

[Seite 190] ή, όν, den Lohnarbeiter betreffend, Sp., αἱ μισθαρνικαὶ ἐργασίαι, Arbeiten um Lohn, Arist. pol. 8, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'homme à gages, de mercenaire.
Étymologie: μισθάρνης.

Russian (Dvoretsky)

μισθαρνικός: выполняемый по найму, наемный (ἐργκσίαι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μισθαρνικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἔργον μισθωτοῦ, ὁ πρὸς μισθὸν γενόμενος, ἐργασίαι, τέχναι Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 2, 5, Ἠθικ. Ε. 1. 4, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ο (Α μισθαρνικός, -ή, -όν) μίσθαρνος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στη μισθαρνία ή στον μίσθαρνο, αυτός που γίνεται με μισθό («μισθαρνική εργασία»).

Greek Monotonic

μισθαρνικός: -ή, -όν (μισθάρνης), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθωτή εργασία, μισθοφορικός, σε Αριστ.

Middle Liddell

μισθαρνικός, ή, όν μισθάρνης
of or for hired work, mercenary, Arist.