οἱονεί
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
for οἷον εἰ, as if, Antiph.231.6, Men.Georg.58, Arist.HA 495b25, Pr.923b33; = οἷον (οἷος v. 2 d), Arist. de An.430b13; Dor. οἷον αἰ Epich.155; so οἱονπερεί (q.v.); οἱονανεί, Gloss.
French (Bailly abrégé)
conj.
comme si, comme.
Étymologie: οἷον, εἰ.
Russian (Dvoretsky)
οἱονεί: conj. как если бы Arst., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
οἱονεί: ἀντὶ οἷον εἰ, ὡς εἰ, ὡσεί, Λατ. quasi, tanquam si, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 10. 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 17, Προβλ. 20. 10· Δωρ. οἷον αἱ, Näke εἰς Χοιρίλ. σ. 146· οὕτως, οἱονπερεὶ Πλάτ. Θεαίτ. 201Ε· - πρβλ. ὡσπερανεί.
Greek Monolingual
(Α οιονεί δ.γρφ. οἱονανεί, δωρ. τ. οἷον αἰ)
κατά κάποιο τρόπο, σαν να («ἀλλ' ἐοικυῑα οἱονεὶ ἔντερον εὖρος ἔχον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «οιονεί νομή»
(νομ.) μορφή νομής που αποτελεί μερική φυσική εξουσίαση του πράγματος η οποία ασκείται με διάνοια δικαιούχου ενεχείρου ή δουλείας, σε αντιδιαστολή με την καθολική νομή ή, απλώς, νομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἷον, ουδ. της αντων. οἷος + υποθετικό εἰ (δωρ. οἷον αἰ). Ο τ. οἱονανεί < οἷον + ἄν + εἰ].
Greek Monotonic
οἱονεί: αντί οἷον εἰ, όπως το Λατ. quasi, tanquam si, σε Αριστοφ.