παρώας

From LSJ
Revision as of 15:14, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρώας Medium diacritics: παρώας Low diacritics: παρώας Capitals: ΠΑΡΩΑΣ
Transliteration A: parṓas Transliteration B: parōas Transliteration C: paroas Beta Code: parw/as

English (LSJ)

v. παρείας.

German (Pape)

[Seite 529] ὁ, eine dem Asklepios heilige Schlange, Ar. Plut. 640 Dem. 18, 260, auch παρωός u. παρείας geschrieben, Schneid. zu den Ecl. phys. p. 22. Auch ein Pferd von der Farbe dieser Schlange, Arist. H. A. 9, 45. S. παρωός.

Russian (Dvoretsky)

πᾰρώας: ου adj. каштановый, гнедой (ἵππος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰρώας: ἴδε ἐν λέξ. παρείας ΙΙ.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. παρώα και παρόα και παρούα ἡ, Α
(για ίππο) καστανός («τὸ δὲ χρῶμα ἔχει μέσον τι τεφροῦ καὶ πυρροῦ, οὐχ οἶον αἱ παρῶαι ἵπποι καλούμενοι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρῶα, όπως επίσης και οι αιτ. παρόαν, παρούαν και παραύαν, που μαρτυρούνται σε πάπυρο, φαίνεται ότι αναφέρονται στο χρώμα του ερπετού παρείας (< παρειαί «μάγουλα»). Δυσερμήνευτα προβλήματα ωστόσο γεννούν οι διαφορετικές ορθογραφήσεις τών τ. με -ου- (πιθ. σε μια προσπάθεια να συνδεθεί η λ. με το οὖς, πρβλ. παρειά), με -ο- και με -ω-].