παριδρύω
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
set up beside, Hsch.:—Med., AP9.315 (Nic., παριδρῠεται, s.v.l.), Ph.2.347:—Pass., ib. 151, al.
German (Pape)
[Seite 522] daneben niedersetzen, errichten, Nicias (IX, 315) u. a. Sp. im med.
French (Bailly abrégé)
établir ou élever auprès de;
Moy. παριδρύομαι m. sign.
Étymologie: παρά, ἱδρύω.
Russian (Dvoretsky)
παριδρύω: воздвигать возле Anth.
Greek (Liddell-Scott)
παριδρύω: ἱδρύω πλησίον, «παριδρύσαντες· παρακαθίσαντες» Ἡσύχ.˙- ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀνθ. Π. 9. 315˙- Παθητ., Φίλων 2. 159.
Greek Monolingual
Α
ιδρύω, εγκαθιδρύω κοντά σε κάτι.
Greek Monotonic
παριδρύω: ιδρύω, αποικίζω πλησίον — Μέσ., σε Ανθ.
Middle Liddell
to set up beside:—in Mid., Anth.