πινυτόφρων

From LSJ
Revision as of 15:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐνῠτόφρων Medium diacritics: πινυτόφρων Low diacritics: πινυτόφρων Capitals: ΠΙΝΥΤΟΦΡΩΝ
Transliteration A: pinytóphrōn Transliteration B: pinytophrōn Transliteration C: pinytofron Beta Code: pinuto/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, of wise or understanding mind, of Odysseus, Q.S.14.630, AP3.8 (Inscr. Cyzic.); εὐμαθίη ib.7.22 (Simm.); σιγή APl.4.325 (Jul.); ingenious, εὐχωλή (of an acrostic) Puchstein Epigr.Gr.p.10; νοῦς Jul. Caes.319a; restd. in Epic.Alex.Adesp.7.19.

German (Pape)

[Seite 617] ον, verständiges Sinnes; Odysseus, A. P. III, 8; σιγή, Iul. Aeg. 34 (Plan. 325).

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l'esprit inspiré, sage, prudent.
Étymologie: πινυτός, φρήν.

Russian (Dvoretsky)

πῐνῠτόφρων: 2, gen. ονος благоразумный, умный (Ὀδυσσεύς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πῐνῠτόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ πινυτὸς τὴν φρόνησιν ἢ πινυτὰ φρονῶν, πεπνυμένα εἰδώς, Ἀνθ. Π. 3. 8· εὐμαθίη αὐτόθι 7. 22· σιγὴ Ἀνθ. Πλαν. 325.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. (για τον Οδυσσέα) συνετός, σώφρων («μᾱτερ Ὀδυσσῆος πινυτόφρονος», Ανθ. Παλ.)
2. ευφυής, αγχίνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πινυτός «συνετός» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό-φρων].

Greek Monotonic

πῐνῠτόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που έχει σοφό ή συνετό πνεύμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

πῐνῠτό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
of wise or understanding mind, Anth.