πολύδοξος

From LSJ
Revision as of 15:28, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύδοξος Medium diacritics: πολύδοξος Low diacritics: πολύδοξος Capitals: ΠΟΛΥΔΟΞΟΣ
Transliteration A: polýdoxos Transliteration B: polydoxos Transliteration C: polydoksos Beta Code: polu/docos

English (LSJ)

ον, A having various opinions, Stob.2.7.4a. II famous, BCH21.599 (Delph., iv B.C.), Timo44; διδαχαί IG14.2124.

German (Pape)

[Seite 662] vielerlei Meinungen habend, Stob. ecl. 2 p. 82; – weit berühmt, Ep. ad. 744 (App. 217).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 aux pensées ou aux opinions variées;
2 très illustre.
Étymologie: πολύς, δόξα.

Russian (Dvoretsky)

πολύδοξος: весьма славный, прославленный, знаменитый Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδοξος: -ον, ὁ ἔχων ποικίλας δοξασίας, γνώμας, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 82· διδαχαὶ π. Ἀνθ. Π. παράρτ. 217. ΙΙ. λίαν πεφημισμένος, περίφημος, πολυδόξαστος, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 23.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλές και διάφορες γνώμες
2. περίφημος, ξακουστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δοξος (< δόξα «γνώμη»), πρβλ. ορθό-δοξος].

Greek Monotonic

πολύδοξος: -ον (δόξα), αυτός που έχει διάφορες γνώμες, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολύ-δοξος, ον, δόξα
having various opinions, Anth.