στεφανηπλόκια

From LSJ
Revision as of 15:44, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεφᾰνηπλόκια Medium diacritics: στεφανηπλόκια Low diacritics: στεφανηπλόκια Capitals: ΣΤΕΦΑΝΗΠΛΟΚΙΑ
Transliteration A: stephanēplókia Transliteration B: stephanēplokia Transliteration C: stefaniplokia Beta Code: stefanhplo/kia

English (LSJ)

τά, place where wreaths are plaited or sold, AP12.8 (Strat.): sg. στεφανοπλόκιον, = coronarium, Gloss.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
lieu où l'on tresse et vend des couronnes.
Étymologie: στεφανηπλόκος.

Russian (Dvoretsky)

στεφᾰνηπλόκια: τά место, где плетут и продают венки Anth.

Greek (Liddell-Scott)

στεφᾰνηπλόκια: τά, τόπος ἔνθα πλέκονται ἢ πωλοῦνται στέφανοι, Ἀνθ. Π. 12. 8.

Greek Monolingual

τά, Α στεφανηπλόκος
τόπος όπου έπλεκαν ή πωλούσαν στεφάνια.

Greek Monotonic

στεφᾰνηπλόκια: τά, τόπος όπου πλέκονται ή πωλούνται στεφάνια, σε Ανθ.

Middle Liddell

στεφᾰνηπλόκια, ων, τά,
a place where wreaths are plaited or sold, Anth. [from στεφᾰνηπλόκος]