στίλβη
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ἡ, A lamp, Ar.Fr.561, Hermipp.28, Pl.Com.190. II Att. for mirror, Hsch.
German (Pape)
[Seite 943] ἡ, der Glanz, das Schimmern, Leuchten eines hellen, glatten oder polirten Körpers. – Nach Hesych. auch Spiegel, Leuchter, Docht; Plat. com. bei Poll. 6, 103; ἐξ ἀγορᾶς δ' ἐγὼ ὠνήσομαι στίλβην τίν', ἥτις μ ὲ πότις, id. bei Poll. 10, 119, vgl. Hermipp. bei Phot., eine Lampe. die nicht viel Oel braucht.
Russian (Dvoretsky)
στίλβη: ἡ светильник, фонарь Arph.
Greek (Liddell-Scott)
στίλβη: ἡ, (στίλβω) λαμπηδών, λάμψις· λύχνος, «λάμπα», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 470, Ἕρμιππ. ἐν «Θεοῖς» 8, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. κάτοπτρον, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
η, ΝΑ στίλβω
νεοελλ.
1. στιλπνότητα, λαμπρότητα
2. μετρολ. φωτομετρική μονάδα λαμπρότητας με σύμβολο sb
3. (αστρον.-μετεωρ.) φαινόμενο που συνίσταται στην ταχεία διακύμανση της λαμπρότητας και του χρώματος τών ουρανίων σωμάτων
4. φρ. α) «ατμοσφαιρική στίλβη»
(αστρον.-μετεωρ.) η στίλβη τών ορατών με γυμνό μάτι αστέρων που οφείλεται στις διαταράξεις της γήινης ατμόσφαιρας, οι οποίες μεταβάλλουν κατά τρόπο γρήγορο και ακανόνιστο τον δείκτη διάθλασης του αέρα
β) «μεσοπλανητική στίλβη»
(αστρον.-μετεωρ.) στίλβη που οφείλεται σε διακυμάνσεις της πυκνότητας της μεσοπλανητικής ύλης σε περίπτωση που η στίλβη επηρεάζει τις ραδιοηλεκτρικές ακτινοβολίες που εκπέμπονται από σημειακές ραδιοπηγές
γ) «μεσοαστρική στίλβη»
(αστρον.-μετεωρ.) στίλβη που οφείλεται σε διακυμάνσεις της πυκνότητας της μεσοαστρικής ύλης σε περίπτωση που η στίλβη επηρεάζει τις ραδιοηλεκτρικές ακτινοβολίες που εκπέμπονται από σημειακές ραδιοπηγές
αρχ.
1. λυχνία, λάμπα
2. (κατά τον Ησύχ.) κάτοπτρο.