συναναλαμβάνω

From LSJ
Revision as of 15:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναλαμβάνω Medium diacritics: συναναλαμβάνω Low diacritics: συναναλαμβάνω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: synanalambánō Transliteration B: synanalambanō Transliteration C: synanalamvano Beta Code: sunanalamba/nw

English (LSJ)

A take up along with, τινι Plu.2.214f, Aq.Ex.9.24, Ath.3.113d; incorporate a drug in an ointment, Dsc.Eup.1.161, Antyll. ap. Orib.9.24.15:—Pass., to be included, CPR19a5 (iv A.D.). 2 receive, BGU918.9 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 999] (s. λαμβάνω), mit, zugleich auf. oder annehmen, Plut. Lac. apophth. p. 191.

French (Bailly abrégé)

prendre ou reprendre ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀναλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

συναναλαμβάνω: одновременно воспринимать: συναναληφθέντες τινὶ οἱ τῶν γραμμάτων χαρακτῆρες Plut. запечатленные на чем-л. письмена.

Greek (Liddell-Scott)

συναναλαμβάνω: ἀναλαμβάνω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλούτ. 2. 214Ε, Ἀθήν. 113D.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. ενσωματώνω
2. (το παθ.) συναναλαμβάνομαι
(για άρτο) ζυμώνομαι με κάτι άλλο
αρχ.
1. παίρνω κάτι μαζί με άλλον ή ταυτόχρονα με κάτι άλλοὥσπερ... ἀνείληφε σῶμα οὕτως συνανείληφε τῷ σώματι καὶ τὰ ἀλγεινὰ αὐτοῦ», Ωριγ.)
2. (για φαρμ. ουσίες) αναμιγνύω
3. παίρνω, δέχομαι.