συγκαταιρέω
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
v. συγκαθαιρέω.
German (Pape)
[Seite 965] ion. statt συγκαθαιρέω, Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συγκαθαιρέω.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταιρέω: ион. = συγκαθαιρέω.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταιρέω: Ἰωνικ. ἀντὶ συγκαθαιρέω, Ἡρόδ.
Greek Monotonic
συγκαταιρέω: Ιων. αντί συγκαθαιρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκαταιρέω Ion. voor συγκαθαιρέω.