τειχολέτις

From LSJ
Revision as of 16:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχολέτις Medium diacritics: τειχολέτις Low diacritics: τειχολέτις Capitals: ΤΕΙΧΟΛΕΤΙΣ
Transliteration A: teicholétis Transliteration B: teicholetis Transliteration C: teicholetis Beta Code: teixole/tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, destroyer of walls, Simyl. ap. Plu.Rom.17.

German (Pape)

[Seite 1081] ιδος, ὴ, tem. zum Vorigen, Simyl. bei Plut. Rom. 17.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
qui détruit les remparts ou les fortifications d'une ville.
Étymologie: τεῖχος, ὄλλυμι.

Russian (Dvoretsky)

τειχολέτις: ιδος ἡ разрушительница городских укреплений Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τειχολέτις: -ιδος, ἡ, ἡ καταστρέφουσα τείχη, Σιμύλος ὁ ποιητὴς παρὰ Πλουτ. ἐν Ρωμ. 17.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α
αυτή που καταστρέφει τα τείχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + ὀλέτις, θηλ. του ὀλέτης «καταστροφέας»].

Greek Monotonic

τειχολέτις: -ιδος, ἡ, αυτή που καταστρέφει τα τείχη, παρά Πλούτ.

Middle Liddell

τειχ-ολέτις, ιδος, ἡ,
destroyer of walls, ap. Plut.