χειρότερος

From LSJ
Revision as of 16:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρότερος Medium diacritics: χειρότερος Low diacritics: χειρότερος Capitals: ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: cheiróteros Transliteration B: cheiroteros Transliteration C: cheiroteros Beta Code: xeiro/teros

English (LSJ)

η, ον, Ep. for χείρων, Il.15.513, 20.436, Hes.Op.127, Parm.8.24, etc.

German (Pape)

[Seite 1346] poet. comp. = χείρων, Hom. u. Hes.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. χείρων.

Russian (Dvoretsky)

χειρότερος: эп. = χείρων.

Greek (Liddell-Scott)

χειρότερος: -α, -ον, Ἐπικ. ἀντὶ χείρων, ὑπ’ ἀνδράσι χειροτέροισιν Ἰλ. Ο. 513, Υ. 436, Ἡσίοδ., κλπ.

English (Autenrieth)

= χείρων, Il. 20.436 and Il. 15.513.

Greek Monolingual

-η, -ο / χειρότερος, -τέρα, -ον, ΝΜΑ, και χερότερος Ν, και τ. χερειότερος Α
πιο κακός, κατώτερης αξίας ή ποιότητας, πιο δυσάρεστος ή ανεπιθύμητος (α. «ο ένας κακός κι ο άλλος χειρότερος» β. «ὑπ' ἀνδράσι χειροτέροισιν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «τόσο το χειρότερο» — ακόμη χειρότερα
β) «όποιος δεν δει τα χειρότερα δεν θυμάται τα καλύτερα» — η σωστή εκτίμηση μιας κατάστασης γίνεται όταν τα πράγματα χειροτερέψουν.
επίρρ...
χειρότερα Ν
1. πιο κακά, πιο άσχημα, σε χαμηλότερη αξία ή ποιότητα
2. φρ. «και μη χειρότερα» — έκφραση σχετλιασμού για κάτι πολύ δυσάρεστο ή πολύ περίεργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χείρων.

Greek Monotonic

χειρότερος: -α, -ον, Επικ. αντί χείρων, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Middle Liddell

χειρότερος, η, ον [epic for χείρων, Il., Hes.]