ἀνασφάλλω

From LSJ
Revision as of 17:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασφάλλω Medium diacritics: ἀνασφάλλω Low diacritics: ανασφάλλω Capitals: ΑΝΑΣΦΑΛΛΩ
Transliteration A: anasphállō Transliteration B: anasphallō Transliteration C: anasfallo Beta Code: a)nasfa/llw

English (LSJ)

fut. -σφαλῶ J.AJ17.6.5 (v.l. -σφῆλαι), intr., rise from a fall or illness, recover, συμπτώματος ἀνασφῆλαι Pl.Ax.364c; ἐκ τῆς νόσου Nic.Dam.p.98D., cf. Babr.75.9; νόσου καὶ πόνων Id.78.3, cf. D.Chr.34.5; ἐκ κακῶν Luc.Abd.32: abs., J.l.c.

Spanish (DGE)

1 en cuanto a la salud convalecer, sanar c. gen. συμπτώματος ἀνασφῆλαι Pl.Ax.364c, ἐκ (τῆς) νόσου Nic.Dam.Vit.Caes.21, cf. POxy.939.5 (IV d.C.), Babr.75.9, 78.3, ἐκ κακῶν Luc.Abd.32
abs. Aristaenet.1.10.86, I.AI 17.171, D.C.51.14.3.
2 en sent. económico y social recuperarse, restablecerse, POxy.2713.18.

German (Pape)

[Seite 210] sich von einem Fall aufrichten, sich von einer Krankheit erholen, genesen, συμπτώματος Plat. Ax. 364 c; νόσου με ἀνασφῆλαι Babr. 78, 3; ἐκ νόσου, ἐκ κακῶν, Sp.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνασφαλῶ, ao. ἀνέσφηλα;
se relever d'une chute : ἐκ νόσου BABR, νόσου BABR se remettre d'une maladie.
Étymologie: ἀνά, σφάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασφάλλω: вновь подниматься, (п)оправляться (συμπτώματος Plat.; νόσου и ἐκ νόσου Babr.; ἐκ κακῶν Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασφάλλω: μέλλ. ἀνασφαλλῶ (ἴδε σφάλλω), ἀμετάβ., ἐγείρομαι ἀπὸ πτώσεως ἢ νόσου, ἀναλαμβάνω, συμπτώματος ἀνασφῆλαι Πλάτ. Ἀξ. 264C· ἐκ νόσου Βαβρ. 75. 9· νόσου καὶ πόνων 78. 3· «ἀνασφήλας: ὑγιάνας, ἀνανήψας, ἀναστάς, ἀνελθὼν» καὶ «ἀνέσφηλεν: ἀνέζησεν» Ἡσύχ., Α. Β. Σουΐδ., κτλ.· ― ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 492.

Greek Monolingual

ἀνασφάλλω (Α)
(αμτβ.)
1. σηκώνομαι μετά από πέσιμο
2. συνέρχομαι από αρρώστια, αναλαμβάνω.

Greek Monotonic

ἀνασφάλλω: μέλ. -σφᾰλῶ, αμτβ., ανασηκώνομαι μετά από πτώση ή αρρώστια, αναρρώνω, σε Βάβρ.

Middle Liddell


intr., to rise from a fall or illness, to recover, Babr.