ἀντικατατείνω

From LSJ
Revision as of 17:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικατατείνω Medium diacritics: ἀντικατατείνω Low diacritics: αντικατατείνω Capitals: ΑΝΤΙΚΑΤΑΤΕΙΝΩ
Transliteration A: antikatateínō Transliteration B: antikatateinō Transliteration C: antikatateino Beta Code: a)ntikatatei/nw

English (LSJ)

A make counter-extension, Hp.Fract. 14, Art.3. II metaph., ἂν ἀντικατατείναντες λέγωμεν αὐτῷ λόγον παρὰ λόγον if we speak setting speech directly in contrast with speech against him, Pl.R.348a, cf. Plu.2.669e.

Spanish (DGE)

1 tirar en dirección contraria de ἐκείνους (ἱμάντας) Hp.Fract.14, cf. Art.3.
2 extender en oposición λόγον παρὰ λόγον Pl.R.348a, τὸν ἕτερον λόγον extenderse por su parte en un segundo discurso Plu.2.669e.

German (Pape)

[Seite 253] dagegen anspannen, sich anstrengen, -τείναντες λέγωμεν, mit Nachdruck dagegen sprechen, Plat. Rep. I, 348 a; ohne λέγειν Plut. Symp. 4, 5, 2.

French (Bailly abrégé)

tendre avec force contre.
Étymologie: ἀντί, κατατείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικατατείνω: досл. тянуть в противоположную сторону, перен. решительно возражать Plut.: ἀντικατατείναντες λέγομεν αὐτῷ Plat. мы выступаем с возражением ему.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικατατείνω: ἐκτείνω ἕλκων ἐπὶ τὸ ἕτερον μέρος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 761, π. Ἄρθρ. 781: μεταφ., διισχυρίζομαι, διατείνομαι ἐναντίον τινὸς, ἂν ... ἀντικατατείναντες λέγωμεν αὐτῷ λόγον παρὰ λόγον Πλάτ. Πολ. 348Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 669F.

Greek Monolingual

ἀντικατατείνω (Α)
1. εκτείνω, τεντώνω κάτι τραβώντας το από τα δύο άκρα
2. αντιπαραθέτω επιχειρήματα.

Greek Monotonic

ἀντικατατείνω: μέλ. -τενῶ, τεντώνω ή θέτω κατευθείαν σε αντιπαραβολή, τιπαρά τι, σε Πλάτ.

Middle Liddell


to stretch out or set directly in contrast, τι παρά τι Plat.