ἀποδιορίζω

From LSJ
Revision as of 18:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδιορίζω Medium diacritics: ἀποδιορίζω Low diacritics: αποδιορίζω Capitals: ΑΠΟΔΙΟΡΙΖΩ
Transliteration A: apodiorízō Transliteration B: apodiorizō Transliteration C: apodiorizo Beta Code: a)podiori/zw

English (LSJ)

mark off by dividing or defining, Arist.Pol.1290b26; (sc. ἑαυτούς) Ep.Jud.19.

Spanish (DGE)

1 definir πρῶτον ἂν ἀποδιωρίζομεν ἄπερ ἀναγκαῖον πᾶν ἔχειν ζῷον Arist.Pol.1290b26.
2 separar, apartar οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, ψυχικοί, Πνεῦμα μὴ ἔχοντες Ep.Iud.19, ἀποδιωρίσθη τὰ ἐλαφρὰ εἰς ὕψος Corp.Herm.3.2.

French (Bailly abrégé)

délimiter ; séparer, diviser.
Étymologie: ἀπό, διορίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδιορίζω: отграничивать, проводить границу, отмежевывать, отделять Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδιορίζω: μέλλ. -ίσω, ἀποχωρίζω, ἀποχωρίζω εἰς μέρη, προσδιορίζω, Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 13: ἀπολ., ἀποχωρίζω, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, οἱ ἀποχωρίζοντες (ἑαυτούς), Ἐπιστολ. Ἰούδ. 19: - Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. -ιστέον, πρέπει τις νὰ ἀποχωρίσῃ, ἕτερον ἑτέρου Βυζ.: καὶ -ισμός, ἀποχωρισμός, Ἑρμείας ἐν Πλάτ.

English (Strong)

from ἀπό and a compound of Ἀλέξανδρος and ὁρίζω; to disjoin (by a boundary, figuratively, a party): separate.

English (Thayer)

(διορίζω, and this from ὅρος a limit); by drawing boundaries to disjoin, part, separate from another: οἱ ἀποδιορίζοντες ἑαυτούς those who by their wickedness separate themselves from the living fellowship of Christians; if ἑαυτούς is dropped, with st G L T Tr WH, the rendering is making divisions or separations). (Aristotle, pol. 4,4, 13 (p. 1290b, 25).)

Greek Monolingual

ἀποδιορίζω (Α)
αποχωρίζω, χωρίζω σε μέρη.

Greek Monotonic

ἀποδιορίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, προσδιορίζω, οριοθετώ κάτι χωρίζοντάς το σε τμήματα, διαχωρίζω, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell


to mark off by dividing, to separate, NTest.

Chinese

原文音譯:¢podior⋯zw 阿坡-笛-哦里索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-經過-看見(化)
字義溯源:脫離,結黨,好結黨,更明確的立界限;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,離)與(διά)*=通過)及(ὁρίζω)=標出)組成;其中 (ὁρίζω)出自(ὅριον)=界限),而 (ὅριον)又出自(ὄρος)X*=範圍)。參讀 (ἀνακρίνω)同義字
出現次數:總共(1);猶(1)
譯字彙編
1) 好結黨(1) 猶1:19