ἀχειροποίητος

From LSJ
Revision as of 18:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχειροποίητος Medium diacritics: ἀχειροποίητος Low diacritics: αχειροποίητος Capitals: ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: acheiropoíētos Transliteration B: acheiropoiētos Transliteration C: acheiropoiitos Beta Code: a)xeiropoi/htos

English (LSJ)

ον, not made by hands, of buildings and statues, Ev.Marc.14.58, 2 Ep.Cor.5.1; ἀ. περιτομή, i.e. spiritual, Ep.Col.2.11.

Spanish (DGE)

-ον
1 no hecho con las manos μόρφωμα Pherecyd. en Papathomopoulos Nouveaux Fragments 12, ναός Eu.Marc.14.58, οἰκία 2Ep.Cor.5.1, περιτομή ref. a la circuncisión espiritual Ep.Col.2.11.
2 no representado manualmente, e.d. que no admite imágenes θεός en cont. no crist. IAs.Min.N.S.42 (Panfilia I/II d.C.), de Dios, Isid.Pel.Ep.M.78.1301B.

German (Pape)

[Seite 417] nicht mit Händen gemacht, N. T.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non fait de mains d'homme.
Étymologie: , χειροποίητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀχειροποίητος: нерукотворный NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχειροποίητος: -ον, ὁ μὴ διὰ χειρῶν πεποιημένος, ἐπὶ οἰκοδομῶν καὶ ἀγαλμάτων, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 58, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ε΄, 1, Ἐκκλ.· ἀχειροποίητος περιτομή, δηλ. πνευματική, Ἐπιστ. π. Κολ. β΄, ΙΙ. ― Ἐπίρρ. -τως, Κύριλλ

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and χειροποίητος; unmanufactured, i.e. inartificial: made without (not made with) hands.

English (Thayer)

ἀχειροποίητον (χειροποίητος, which see), not made with hands: Lightfoot). (Found neither in secular authors nor in the Sept. (Winer's Grammar, § 34,3).)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀχειροποίητος, -ον)
(συνήθως για εικόνες) εκείνος τον οποίο δεν κατασκεύασε χέρι ανθρώπου
αρχ.
φρ. «ἀχειροποίητος περιτομή» — πνευματική περιτομή (Απ. Παύλος).

Greek Monotonic

ἀχειροποίητος: -ον, αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί με τα χέρια, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

not wrought by hands, NTest.

Chinese

原文音譯:¢ceiropo⋯htoj 阿-黑羅-拍誒拖士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:不-手-行的
字義溯源:非人手所造的,不是人手所行的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不,非)與(χειροποίητος)=手造的)組成;而 (χειροποίητος)又由(χείρ)*=手)與(ποιέω)*=作,行)組成。耶路撒冷的聖殿是人手所造的,然而主耶穌要建立屬靈的殿( 彼前2:5),乃是非人手所造的。那天上的帳幕,也不是人手所造的( 來9:11; 林後5:1)。猶太人所受的乃是人手的割禮,但基督使我們脫去肉體情慾的割禮,乃是非人手所行的割禮( 西2:11)
出現次數:總共(3);可(1);林後(1);西(1)
譯字彙編
1) 不是人手所行的(1) 西2:11;
2) 非人手所造(1) 林後5:1;
3) 非人手所造的(1) 可14:58