ἀϋπνία

From LSJ
Revision as of 18:36, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀϋπνία Medium diacritics: ἀϋπνία Low diacritics: αϋπνία Capitals: ΑΫΠΝΙΑ
Transliteration A: aüpnía Transliteration B: aupnia Transliteration C: aypnia Beta Code: a)u+pni/a

English (LSJ)

ἡ, sleeplessness, Pl.Lg.807e, Max.Tyr.5.1; ἐν ὕπνῳ ἀ. Aret.SD2.6.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
vigilia, insomnio, falta de sueño s. cont., S.Fr.1027a, ὅσα νύκτωρ ἀυπνίας πέρι πρέπει Pl.Lg.807e, νύξ ἦν ἀτέρ[μων ἐξ] ἀυπνίας ἐμοί Trag.Adesp.664.26, εἰ δὲ θᾶττον μὲν ἀνάσχοιντον οἱ ὀφθαλμοὶ ἀϋπνίας ... Max.Tyr.34.1, cf. Aret.SD 2.6.6, CD 1.3.7.

German (Pape)

[Seite 394] ἡ, Schlaflosigkeit, Plat. Legg. VII, 807 e u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
insomnie.
Étymologie: ἄϋπνος.

Russian (Dvoretsky)

ἀϋπνία:бессонница Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀϋπνία: ἡ, τὸ ἄϋπνον εἶναι, Πλάτ. Νόμ. 807Ε, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2.6.

Greek Monolingual

και αϋπνιά, η (AM ἀυπνία) άυπνος
ανικανότητα για επαρκή ύπνο σε μεγάλη ποικιλία τύπων και βαθμών.

Greek Monotonic

ἀϋπνία: ἡ, αϋπνία, έλλειψη ύπνου, σε Πλάτ.