ἐπικομίζω

From LSJ
Revision as of 19:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικομίζω Medium diacritics: ἐπικομίζω Low diacritics: επικομίζω Capitals: ΕΠΙΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: epikomízō Transliteration B: epikomizō Transliteration C: epikomizo Beta Code: e)pikomi/zw

English (LSJ)

bring or carry to, ἐπὶ τοὺς ἔξω τόπους Str.11.2.17, cf. Arist. ap. D.L.5.14 (Pass.):—Med., bring with one, τὰ τοῦ Ἰωσήπου ὀστᾶ J.AJ2.15.2; τὴν τροφὴν ἑαυτοῖς D.C.50.11, cf. PLips.41.10 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 951] hinzubringen, -führen, D. L. 5, 14; τὴν τροφὴν ἐπικομίσασθαι, mit sich bringen, D. Cass. 50, 11; Heliod. 2, 69.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικομίζω: препровождать (ἐπικομίζεσθαι τοῖς ἰδίοις Arst. ap. Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικομίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - ἐπιτροπεύωἀνατρέφω, ἐπιμελείσθω δὲ Νικάνωρ καὶ Μύρμηκος τοῦ παιδίου, ὅπως ἂν ἀξίως ἡμῶν τοῖς ἰδίοις ἐπικομισθῇ Διαθήκη Ἀριστ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 14, ἐν τῷ Παθ. - Μέσ., κομίζω τι μετ’ ἐμοῦ, τὴν τροφὴν αὐτοὺς ἑαυτοῖς... ἐπικομίσασθαι κελεύσας Δίων Κ. 50. 11.

Greek Monolingual

ἐπικομίζω (AM) κομίζω
μεταφέρω, κομίζω, οδηγώ κάτι σε κάποιον
αρχ.
1. μέσ. ἐπικομίζομαι
φέρω, έχω κάτι επάνω μου, συναποκομίζω («τὴν τροφὴν αὐτοὺς ἑαυτοῖς... ἐπικομίσασθαι κελεύσας», Δίων Κάσσ.)
2. παθ. (για παιδιά) επιτροπεύομαι, ανατρέφομαι.