ἐπιχαριεντίζομαι

From LSJ
Revision as of 19:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχαριεντίζομαι Medium diacritics: ἐπιχαριεντίζομαι Low diacritics: επιχαριεντίζομαι Capitals: ΕΠΙΧΑΡΙΕΝΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: epicharientízomai Transliteration B: epicharientizomai Transliteration C: epicharientizomai Beta Code: e)pixarienti/zomai

English (LSJ)

quote as a good joke, Luc.Symp.12.

German (Pape)

[Seite 1002] dabei scherzen, Luc. Symp. 12.

French (Bailly abrégé)

badiner agréablement.
Étymologie: ἐπί, χαριεντίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχᾰριεντίζομαι: балагурить, шутить Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχᾰριεντίζομαι: Ἀποθ., ἐπιλέγω τι χαριεντιζόμενος, Λουκ. Συμπ. ἢ Λαπίθ. 12.

Greek Monolingual

ἐπιχαριεντίζομαι (Α)
σημειώνω κάτι ή αναφέρω ως παραπομπή κάτι για αστείο.

Greek Monotonic

ἐπιχᾰριεντίζομαι: αποθ., μνημονεύω κάτι αστειευόμενος, σε Λουκ.

Middle Liddell


Dep. to quote as a good joke, Luc.