ἐπαλκής

From LSJ
Revision as of 19:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαλκής Medium diacritics: ἐπαλκής Low diacritics: επαλκής Capitals: ΕΠΑΛΚΗΣ
Transliteration A: epalkḗs Transliteration B: epalkēs Transliteration C: epalkis Beta Code: e)palkh/s

English (LSJ)

ές, strong, dub. in A.Ch.415 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 898] ές, stärkend, Aesch. Ch. 409, Schol. ἰσχυροποιός.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fort ; qui donne de la force.
Étymologie: ἐπί, ἀλκή.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαλκής: предполож. сильный Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαλκής: -ές, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, «ἰσχυροποιὸς» (Σχόλ.), ἀλλὰ νῦν γράφεται διῃρημένως ἐπ’ ἀλκῆς Αἰσχύλ. Χο. 415· - τὸ χωρίον φαίνεται ἐφθαρμένον.

Greek Monolingual

ἐπαλκής, -ές (Α)
ισχυρός, ρωμαλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλκής (< αλκή «δύναμη» < αλέξω «υπερασπίζομαι»].

Greek Monotonic

ἐπαλκής: -ές (ἀλκή), δυνατός, ρωμαλέος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐπ-αλκής, ές ἀλκή
strong, Aesch.