ἑρσήεις

From LSJ
Revision as of 20:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρσήεις Medium diacritics: ἑρσήεις Low diacritics: ερσήεις Capitals: ΕΡΣΗΕΙΣ
Transliteration A: hersḗeis Transliteration B: hersēeis Transliteration C: ersieis Beta Code: e(rsh/eis

English (LSJ)

Ep. ἐερσ- (Dor. ἑρσάεις Hymn.Is.167), εσσα, εν, dewy, λωτόν θ' ἑρσήεντα Il.14.348; λειμών AP9.668.3 (Marian.): metaph., of a corpse, οἷον ἐερσήεις κεῖται fresh, Il.24.419; νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ πρόσφατος..κεῖσαι ib.757.

German (Pape)

[Seite 1035] εσσα, εν, ep. auch ἐερσήεις, thauig, bethaut, saftig, frisch, λωτός Il. 14, 348; übertr. vom getödteten Hektor, ἑρσήεις καὶ πρόσφατος κεῖσαι 24, 757, οἷον ἐερσήεις κεῖται 419, noch frisch, eben gestorben, nicht in Verwesung übergegangen; κύπειρος H. h. Merc. 107; λειμών Mar. Schol. 2 (IX, 668); οὔρεα Anyt. 8 (Plan. 231).

French (Bailly abrégé)

et ἐερσήεις;
ήεσσα, ῆεν;
couvert de rosée, baigné de rosée.
Étymologie: ἕρση et ἐέρση.

Russian (Dvoretsky)

ἑρσήεις: и ἐερσήεις, ήεσσα, ῆεν, gen. εντος
1) покрытый росой, росистый (λωτός Hom.; κύπειρος HH; λειμών Anth.);
2) словно умытый росой, т. е. свежий, не подвергшийся тлению (ἐ. καὶ πρόσφατος χεῖται Hom. - о теле убитого Гектора).

Greek (Liddell-Scott)

ἑρσήεις: Ἐπικ. ἐερσ-, εσσα, εν, δροσερός, πλήρης δρόσου, λωτὸν ἑρσήεντα Ἰλ. Ξ. 348˙ λειμὼν Ἀνθ. Π. 9. 668, κτλ˙ μεταφ. ἐπὶ πτώματος, οἷον ἐερσήεις κεῖται, δροσερός, Ἰλ. Ω. 419˙ νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ πρόσφατος ἐν μεγάροισι κεῖσαι, περὶ τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Ἕκτορος, αὐτόθι 757.

English (Autenrieth)

εσσα, ἐερσήεις (ϝέρση): dewy, fresh, Il. 14.348, Il. 24.419, 757.

Greek Monolingual

ἑρσήεις, -εσσα, -εν και επικ. τ. ἐερσήεις, -εσσα, -εν και δωρ. ἑρσάεις, -εσσα, -εν (Α) έρση
1. δροσερός, ολόδρομος («ἑρσήεις λειμών»)
2. (για πτώμα) αυτός που μόλις πέθανε, αυτός που δεν έχει υποστεί ακόμη σήψη, ο νωπός, ο πρόσφατος.

Greek Monotonic

ἑρσήεις: Επικ. ἐερσ-, -εσσα, -εν, δροσοσκέπαστος, δροσερός, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για πτώμα, νέος, πρόσφατος, στο ίδ.

Middle Liddell

[from ἔρσα
dewy, dew-besprent, Il.: metaph. of a corpse, fresh, Il.