ἵππαιχμος
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
ον, fighting on horseback, equestrian, Pi.N.1.17.
German (Pape)
[Seite 1257] zu Pferde kämpfend, λαός, Pind. N. 1, 17.
Russian (Dvoretsky)
ἵππαιχμος: ὁ сражающийся верхом, конный (λαός Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἵππαιχμος: -ον, ὁ μαχόμενος ἀπὸ ἵππου, ἕφιππος πολεμιστής, Πινδ. Ν. 1. 25.
English (Slater)
ἵππαιχμος of armed horsemen ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον (N. 1.17)
Greek Monolingual
ἵππαιχμος, -ον (Α)
αυτός που πολεμά έφιππος («λαὸν ἵππαιχμον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -αιχμος (< αἰχμή «μάχη»), πρβλ. αρέταιχμος, σύναιχμος].