ὁμορέω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
Ion. ὁμουρέω (also A PLond ined.2850.26 (ii B.C.)), to be ὅμορος, border upon, march with, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Hdt.2.33, cf. 7.123, Hecat.163, 204, 207 J., etc.; χωρίοις ὁμορεῖν Plu. 2.292d, etc. : abs., τὰ ὁμοροῦντα τοῦ ἀέρος adjacent portions... Epicur. Ep.2p.51U. (but οἱ -οῦντες neighbours, Sent. 40); -οῦσα γῆ PAmh. 2.68.56(i A. D.), cf. PLond.l.c. II cohabit, have intercourse with, ὅπως ἄλλοισιν ὁμουρέῃ, of a woman, Perict. ap. Stob.4.28.19. (Written with ρρ, ὁμορροῦντα SIG1044.16 (Halic., iv/iii B. C.).)
German (Pape)
[Seite 339] ion. ὁμουρέω, angränzen, Gränznachbar sein, τινί, Plut. u. a. Sp., wie Hdn. 6, 7, 5, τὰ Ἰλλυρικὰ ἔθνη ὁμοροῦντα καὶ γειτνιῶντα Ἰταλίᾳ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
confiner, être limitrophe de, τινι.
Étymologie: ὅμορος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμορέω: ион. ὁμουρέω граничить (τινι Her.; χωρίοις Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμορέω: Ἰων. ὁμουρέω, εἶμαι ὅμορος, γειτνιάζω, συνορεύω, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Ἡρόδ. 2. 33, πρβλ. 7. 123, Ἑκαταῖος 135, κτλ.· χωρίοις ὁμορεῖν Πλούτ. 2. 292D, κτλ. ΙΙ. ὁ Ἰων. τύπος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στοβ. ὡς τῷ πλησιάζω, ἐπὶ αἰσχρῶν γυναικῶν. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁμοροῦσα γειτνιῶσα. πλησιάζουσα».
Greek Monolingual
ὁμορέω και ιων. τ. ὁμουρέω (Α) όμορος
1. είμαι όμορος, έχω κοινά σύνορα με κάποιον, συνορεύω, γειτνιάζω
2. (στον ιων. τ.) (για γυναίκα) πλησιάζω κάποιον με ερωτική διάθεση ή συγκατοικώ παράνομα με ερωμένο, συζώ
3. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ ὁμοροῦν
τες
οι γείτονες.
Greek Monotonic
ὁμορέω: Ιων. ὁμουρέω, μέλ. -ήσω, συνορεύω, βρίσκομαι επάνω στα σύνορα, γειτνιάζω (οἱ Κελτοὶ) ὁμουρέουσι Κυνησίοισι, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ὁμορέω,
ionic ὁμουρέω, fut. -ήσω to border upon, march with, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Hdt. [from ὅμορος