ὑδασιστεγής

From LSJ
Revision as of 21:58, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰσιστεγής Medium diacritics: ὑδασιστεγής Low diacritics: υδασιστεγής Capitals: ΥΔΑΣΙΣΤΕΓΗΣ
Transliteration A: hydasistegḗs Transliteration B: hydasistegēs Transliteration C: ydasistegis Beta Code: u(dasistegh/s

English (LSJ)

ές, water-proof, πῖλος AP6.90 (Phil.). [ῡ l. c., metri gr.]

German (Pape)

[Seite 1172] ές, das Wasser abhaltend, wasserdicht, πῖλος, Philip. 5, 5 (VI, 90), wo υ lang gebraucht ist; vgl. Lob. Phryn. 688.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
imperméable à l'eau.
Étymologie: ὕδωρ, στέγω.

Russian (Dvoretsky)

ὑδᾰσιστεγής: (ῡ) задерживающий воду, водонепроницаемый (πῖλος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑδᾰσιστεγής: -ές, ὡς τὸ ὑδατοστεγής, ὁ στέγων, ἐμποδίζων τὸ ὕδωρ νὰ εἰσέλθῃ, πῖλος Ἀνθ. Π. 6. 90· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 688. [ῡ ἐν τῇ Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ., χάριν τοῦ μέτρου].

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που εμποδίζει την εισροή νερού, υδατοστεγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδασι, δοτ. πληθ. της λ. ὕδωρ, ὕδατος + -στέγης (< στέγος < στέγω), πρβλ. ουρανο-στεγής].

Greek Monotonic

ὑδᾰσιστεγής: -ές, αυτός που εμποδίζει την είσοδο νερού, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑδᾰσι-στεγής, ές
water-proof, Anth.