ὑπόμαργος
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
English (LSJ)
ον, somewhat mad, crazy, only in Comp. ὑπομαργότερος, Hdt.3.29,145, 6.75, D.H.3.2, App.BC5.49.
German (Pape)
[Seite 1225] etwas rasend, albern, im compar.; Her. 3, 29. 145. 6, 75.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu querelleur, provocant;
Cp. ὑπομαργότερος.
Étymologie: ὑπό, μάργος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόμαργος: (только compar.) несколько сумасбродный, не в своем уме, помешанный Her.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόμαργος: -ον, ὀλίγον τι μαινόμενος, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ. ὑπομαργότερος, Ἡρόδ. 3. 29, 145., 6. 75, Διον. Ἁλ. 3. 2, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 49.
Greek Monolingual
-ον, Α
(μόνον ο συγκριτ. τ. αρσ.) ὑπομαργότερος·ο κάπως πιο τρελός ή παλαβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μάργος «τρελός, μανιακός»].
Greek Monotonic
ὑπόμαργος: -ον, κάπως τρελός, έξαλλος, σε συγκρ. ὑπομαργότερος, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ὑπό-μαργος, ον,
somewhat mad, in comp. ὑπομαργότερος, Hdt.