αιδώς

From LSJ
Revision as of 09:26, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek Monolingual

(-ούς), η (Α αἰδώς)
συναίσθημα ντροπής, συστολή
αρχ.
1. σεβασμός, κοσμιότητα προς τους άλλους
2. αυτοσεβασμός, αίσθημα τιμής, φιλοτιμία
3. ταπεινότητα, μετριοφροσύνη
4. έλεος, συγχώρεση
5. αυτό (πράξη ή πράγμα) που προκαλεί τη ντροπή (αίσχος, σκάνδαλο) ή τον σεβασμό. Παροιμιώδης έχει γίνει η συχνά στα ομηρικά έπη (πρβλ. Ε 787, Θ 228, Ν 95 κ.α.) επαναλαμβανόμενη φράση «αἰδώς, Ἀργεῖοι», «ντροπή σας, Έλληνες», λεγόμενη συνήθως με την έννοια της ηθικής επιπλήξεως
6. τα αιδοία (Ομ. Β 62)
7. αξιοπρέπεια, μεγαλείο
8. (προσωποποίηση) η θεά Αιδώς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴδομαι. Η λ. αἰδὼς χρησιμοποιείται κανονικά στα διαλογικά μέρη τών επών -ουδέποτε στα αφηγηματικά- για να δηλώσει τον σεβασμό προς τους θεούς ή προς ανώτερα πρόσωπα, καθώς και την ηθική αυτοδέσμευση του ατόμου να αποφύγει κάθε παρέκκλιση ή εκτροπή. Ακριβώς η ἐν-τροπή (νεοελλ. (ε)ντροπή), ως ενσυνείδητη αποφυγή τών εκ-τροπών, ως αυτοσεβασμός και ταπεινοφροσύνη, είναι η λ. που θα δηλώσει την έννοια της αιδούς σε νεώτερους χρόνους μέχρι και σήμερα. Βλ. και λ. αίσχος, αισχύνη].