προσποίηση
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
Greek Monolingual
η / προσποίησις, -ήσεως, ΝΜΑ προσποιοῦμαι
ψεύτικος και υποκριτικός τρόπος συμπεριφοράς, επιτήδευση, υποκρισία
νεοελλ.
(στα ομαδικά αθλήματα) εξαπάτηση αντίπαλου παίκτη με κατάλληλη κίνηση του σώματος
αρχ.
1. το να παίρνει κανείς κάτι για τον εαυτό του, η πρόσκτηση
2. απαίτηση, αξίωση
3. ανάρμοστη οικειοποίηση πραγμάτων που ανήκουν σε άλλους, σφετερισμός («ἡ δὲ προσποίησις ἡ μὲν ἐπὶ τὸ μεῖζον, ἀλαζονεία», Αριστοτ.).