ἐνωμοτία
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
ἡ, (ἐνώμοτος) prop. A band of sworn soldiers: hence, division of the Spartan army, Hdt.1.65, Th.5.68, X.HG6.4.12, Lac.11.4, etc. II later, = λόχος, cj. in Ascl.Tact.2.2; also, a quarter of a λόχος, Arr.Tact.6.2.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
milit. enomotía unidad menor del ejército espartano, compuesta inicialmente de hombres unidos por juramento ἐνωμοτίας καὶ τριηκάδας καὶ συσσίτια ... ἔστησε Λυκοῦργος Hdt.1.65, ἐν δὲ ἑκάστῳ λόχῳ πεντηκοστύες ἦσαν τέσσαρες καὶ ἐν τῇ πεντηκοστύι ἐνωμοτίαι τέσσαρες Th.5.68, cf. 66, X.HG 6.4.12, Lac.11.4, An.3.4.22, Tim.Lex.s.u., Polyaen.2.3.11
•considerada la cuarta parte del λόχος Ascl.Tact.2.2, identificada con el λόχος Arr.Tact.6.2.
• Etimología: v. ὄμνυμι
German (Pape)
[Seite 860] ἡ, eigtl. adject. vom Folgdn, eine Schaar geschworner Krieger, bes. bei den Spartanern eine Unterabtheilung des Heeres, Her. 1, 65 u. A., deren 4 eine πεντηκοστύς, 16 einen Lochos ausmachen, Thuc. 5, 68, wo aber über die Zahl der Mannschaft einer Enomotie Nichts bestimmt ist, als daß sie in der Front vier Mann hatte u. meist acht Mann hoch stand, also 32 Mann; bei Xen. Hell. 6, 4, 12 drei Mann in der Front, zwölf Mann hoch, also 36 Mann stark; nach Suid. nur 25 Mann, u. so bei Xen. An. 3, 4, 91, wo auf den Lochos von 100 Mann 2 Pentekostys u. 4 Enomotieen gerechnet sind, vgl. Xen. Rep. Lac. 11, 4. Schon Arr. Tact. p. 20 bemerkt diese Ungleichheit in der Angabe. – In Boiss. Anecd. I p. 173 ist ἐνωμοτίας, ὁ, = ἡμιλοχίτης angeführt.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
compagnie d'hommes liés par un serment ; particul. à Sparte subdivision de la πεντηκοστύς.
Étymologie: ἐνώμοτος.
Russian (Dvoretsky)
ἐνωμοτία: ἡ эномотия (в спартанской армии подразделение из 25-36 человек, связанных взаимной клятвой; по Thuc. 4 ἐνωμοτίαι составляла πεντηκοστύς, а 4 πεντηκοστύες - λόχος; по Xen. в λόχος было 2 πεντηκοστύες, а в πεντηκοστύς - 2 ἐνωμοτίαι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνωμοτία: ἡ, (ἐνώμοτος) κυρίως ὁμὰς στρατιωτῶν ὡρκισμένων, ἀλλ᾿ ἐν τῇ χρήσει, στρατιωτική τις ὑποδιαίρεσις ἐν Σπάρτῃ τὸ πρῶτον παρ᾿ Ἡροδ. 1. 65, ἀλλ᾿ ἄνευ ἐξηγήσεώς τινος: ‒ ὁ Θουκ. (5. 68, πρβλ. 66) μνημονεύει αὐτὴν ὡς ὑποδιαίρεσιν τοῦ λόχου, ἐν δὲ ἑκάστῳ λόχῳ πεντηκοστύες ἦσαν τέσσαρες, καὶ ἐν τῇ πεντηκοστύϊ ἐνωμοτίαι τέσσαρες, ὁ δὲ Ξεν. (Ἑλλην. 6. 4, 12) ἀναβιβάζει τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀνδρῶν ἑκάστης ἐνωμοτίας εἰς 36, ἀλλ᾿ ἐν Λακεδ. Πολ. 11. 4. ὑπολογίζει δύο ἐνωμοτίας ἐν τῇ πεντηκοστύϊ, δύο πεντηκοστῦς ἐν τῷ λόχῳ καὶ τέσσαρας λόχους ἐν τῇ μόρᾳ. Ἴδε ἐν λ. μόρα.
Greek Monolingual
η (Α ἐνωμοτία) ενώμοτος
νεοελλ.
ομάδα 10-12 ανδρών πεζικού ή ιππικού που διοικούνταν από δεκανέα
αρχ.
1. ομάδα ορκισμένων στρατιωτών
2. (ειδ.) στρατιωτική υποδιαίρεση στην αρχαία Σπάρτη
3. υποδιαίρεση πεντηκοστύος
4. στρατιωτική υποδιαίρεση 26 ανδρών
5. λόχος
6. το τέταρτο του λόχου.
Greek Monotonic
ἐνωμοτία: ἡ, ομάδα ενόρκων στρατιωτών, υποδιαίρεση του σπαρτ. στρατού, ο λόχος περιελάμβανε τέσσερις πεντηκοστύες, κάθε πεντηκοστύς περιελάμβανε τέσσερις ἐνωμοτίας και κάθε ἐνωμοτία τριανταδύο άνδρες, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
n
a band of sworn soldiers, a company in the Spartan army, the λόχος contained 4 πεντηκοστύες, each πεντηκοστύς 4 ἐνωμοτίαι, and each ἐνωμοτία 32 men, Thuc., Xen. [from ἐνώμοτος
Mantoulidis Etymological
(=ὁμάδα στρατιωτῶν πού εἶναι δεμένοι μέ ὅρκο). Ἀπό τό ἐνώμοτος (ἐν + ὅμνυμι). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ὅμνυμι.