ὀρειβάτης

From LSJ
Revision as of 14:25, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρειβάτης Medium diacritics: ὀρειβάτης Low diacritics: ορειβάτης Capitals: ΟΡΕΙΒΑΤΗΣ
Transliteration A: oreibátēs Transliteration B: oreibatēs Transliteration C: oreivatis Beta Code: o)reiba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, mountain-ranging, θήρ S.Ph.955; Κύκλωψ E.Tr.436; αἶγες, πιθήκη, Ael.NA14.16,6.26; ὄρνις Ar.Av.276 codd. (ὀριβάτης Brunck); v. οὐριβάτας, ὀρειοβάτης.

German (Pape)

[Seite 371] ὁ, Bergbeschreiter, -durchwandler; θήρ, Soph. Phil. 943; Theseus, O. C. 1057; Eur. Trach. 436; sp. D. in der Anth.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui marche à travers les montagnes.
Étymologie: ὄρος, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὀρειβάτης: ου (ᾰ) adj. m рыщущий по горам (θήρ Soph.; Κύκλωψ Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ διερχόμενος ἢ περιερχόμενος τὰ ὄρη, θὴρ Σοφ. Φιλ. 955· Κύκλωψ Εὐρ. Τρῳ. 436· - θηλ. ὀρειβάτις. -ιδος, Θεόδ. Πρόδρ.· - ἴδε οὐριβάτας, ὀρειοβάτης.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ορειβάτις και ορειβάτισσα (ΑΜ ὀρειβάτης, Α και ὀρειβάτης και ὀρεοβάτης και ὀριβάτης καί ὀρεσσιβάτης, ποιητ. τ. οὐριβάτας, Μ θηλ. ὀρειβάτις, -ιδος)
νεοελλ.
αυτός που επιδίδεται στην ορειβασία, αλπινιστής
μσν.-αρχ.
αυτός που περιπλανιέται στα όρη, που διέρχεται ή περιέρχεται τα όρη («οὐ πτηνὸν ὄρνιν οὐδὲ θῆρ' ὀρειβάτην», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρειο- / ὀρεο- / ὀρι- / οὐρι- / ὀρεσσι- (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο-βάτης)].

Greek Monotonic

ὀρειβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, αυτός που περιφέρεται στα βουνά, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

ὀρει-βᾰ́της, ου, ὁ,
mountain-ranging, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

haunting the mountains

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Σύνθετο ἀπό τό ὄρος + βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὄρος.