ἁδρόομαι

From LSJ
Revision as of 15:40, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
Menander, Sententiae, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁδρόομαι Medium diacritics: ἁδρόομαι Low diacritics: αδρόομαι Capitals: ΑΔΡΟΟΜΑΙ
Transliteration A: hadróomai Transliteration B: hadroomai Transliteration C: adroomai Beta Code: a(dro/omai

English (LSJ)

Pass., (ἁδρός) grow stout, Myro Hist.1.

Spanish (DGE)

desarrollarse vigorosamente Myro 2.
• Etimología: Cf. ἁδρός.

Russian (Dvoretsky)

ἁδρόομαι: созревать, крепнуть (βλαστάνειν καὶ ἁ. Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁδρόομαι: παθ. (ἁδρὸς) = ὡριμάζω, γίνομαι ἰσχυρός, Πλάτ. Πολ. 498Β· -εἶμαι εὔρωστος Μύρων παρ’ Ἀθην. 657D.

Greek Monotonic

ἁδρόομαι: Παθ. (ἁδρός), γίνομαι ώριμος, ισχυρός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἁδρός
to come to one's strength, Plat.

Mantoulidis Etymological

-οῦμαι (=ὡριμάζω, γίνομαι δυνατός). Ἀπό τό ἁδρός ἀπό ὅπου καί τό οὐσ. ἁδροτήςῆτος (=ὡριμότητα), ἁδρέω (=ὡριμάζω).