ἱερομνήμων
English (LSJ)
Dor., Arc. ἱερο-μνάμων [ᾱ], ονος, ὁ, A mindful of sacred things, ὅρκων Alciphr.2.4. II as substantive, 1 representative sent by each Amphictyonic state to the Delphic Council, D.18.148, Jusj. ap. eund.24.150, IG22.1126.10, 1299.80, etc.; also at the Amphictyony of Calauria, ib.4.842 (ii B.C.). 2 magistrate who had charge of temples or religious matters, ib.4.823 (Troezen, iv B.C.), 5(2).3.22,26 (Tegea), 14.423.3 (Tauromenium), Decr.Byz. ap. D.18.90, etc. b at Rome,= pontifex, D.H.8.55,10.57, Str.5.3.2. 3 generally, recorder, registrar, Arist.Pol.1321b38.
German (Pape)
[Seite 1241] ονος, ὁ, eigtl. der Opfer od. heiligen Dinge eingedenk, wie Alciphr. 2, 4 vrbdí εὐσεβεῖ καὶ ὅρκων ἱερομνήμονι; in Athen u. in den übrigen zum Amphiktyonenbunde gehörigen griechischen Staaten die dem eigentlichen Gesandten bei der Bundesversammlung (πυλαγόρας) zugegebenen Schreiber, die die vorbereitende u. ausführende Behörde bildeten, οἱ εἰς πυλαίαν ἐκπεμπόμενοι γραμματεῖς, VLL.; vgl. Dem. 18, 148. 24, 150 u. Aesch. 3. S. Hermann's Gr. Staatsalterth. §. 14. – In Byzanz die höchste obrigkeitliche Person, weil sie auch den Gottesdienst besorgte, Dem. 18, 90; vgl. Pol. 4, 52, 4. – Bei den Römern pontifex, D. Hal. 8, 55. – Eine andere Behörde, Arist. pol. 7, 8.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
hiéromnémon :
1 gardien des archives sacrées;
2 secrétaire attaché à chaque délégation d’État au conseil des Amphictions;
3 magistrat chargé de faire respecter la loi dans un sanctuaire, d’infliger les amendes, etc.
Étymologie: ἱερός, μνήμη.
Russian (Dvoretsky)
ἱερομνήμων: ονος ὁ иеромнемон
1) в Афинах - секретарь-архивист от государства, состоящего членом амфиктионии, при πυλαγόραι Dem.;
2) в Византии - высшее должностное лицо, ведавшее вопросами культа Dem., Polyb.;
3) секретарь, писец Arst.;
4) жрец (οἱ τοῦ Ποσειδῶνος ἱερεῖς, οὓς ἱερομνήμονας καλοῦμεν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱερομνήμων: Δωρ. -μνάμων, ονος, ὁ, ὁ φυλάττων ἐν τῇ μνήμῃ αὐτοῦ πᾶν ὅ,τι ἱερόν, εὐσεβεῖ σοι κέχρηται ἐραστῇ καὶ ὅρκων ἱερομνήμονι Ἀλκίφρων 2. 4. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) ὁ ἱερογραμματεὺς ὁ πεμπόμενος εἰς τὸ Ἀμφικτυονικὸν συνέδριον ἐξ ἑκάστης πόλεως τῶν μετεχουσῶν τοῦ συνεδρίου, ἐπέμπετο δὲ μετὰ τοῦ πυλαγόρου (τοῦ πράγματι ἀντιπροσώπου ἢ πρεσβευτοῦ), Δημ. 276. 22 κἑξ.· συχνάκις μνημονεύεται ἡ λέξις ἐν Ἀμφικτυονικοῖς Ψηφίσμασι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1688.10 κἑξ., 1689,-89b, 1711: ― καθόλου, γραμματεύς, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 7. 2) ἄρχων τις ἔχων τὴν φροντίδα τῶν θρησκευτικῶν ὑποθέσεων, ὑπουργὸς τῆς θρησκείας, οὕτως εἰπεῖν, ὡς ἐν Βυζαντίῳ, Ψήφ. Βυζ. παρὰ Δημ. 255. 20, πρβλ. Πολύβ. 4. 52, 4· ― ἐν Ρώμῃ, ὁ Ποντίφηξ, Διον, Ἁλ. 8. 55., 10. 57.
Greek Monotonic
ἱερομνήμων: Δωρ. -μνάμων, -ονος, ὁ, ιερός απεσταλμένος, γραμματέας, ο οποίος αποστελλόταν στο Αμφικτυονικό συνέδριο από κάθε πόλη-κράτος της αμφικτυονίας, σε Δημ.· γενικά, γραμματέας, γραφιάς, σε Αριστ.
Middle Liddell
the sacred Secretary or Recorder sent by each Amphictyonic state to their Council, Dem.:—generally, a recorder, notary, Arist.
Mantoulidis Etymological
(=ἱερογραμματέας, ἀρχειοφύλακας). Ἀπό τό ἱερός + μνήμων τοῦ μιμνήσκω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα μιμνήσκω καί στή λέξη ἱερός.