κατάλειψις

From LSJ
Revision as of 08:25, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάλειψις Medium diacritics: κατάλειψις Low diacritics: κατάλειψις Capitals: ΚΑΤΑΛΕΙΨΙΣ
Transliteration A: katáleipsis Transliteration B: kataleipsis Transliteration C: kataleipsis Beta Code: kata/leiyis

English (LSJ)

εως (poet. κάλλειψις only in Hsch.), ἡ, A leaving behind, συγγραμμάτων Pl.Phdr.257e, cf. Arist.Fr.151; ἐκ Χρημάτων καταλείψεως by a legacy, CIG4369 (Sagalassus), cf. POxy.75.12 (ii A.D.), IGRom.4.671 (Prymnessus, ii A.D.), Vett.Val.177.22, al. II posterity, LXX Ge.45.7.

German (Pape)

[Seite 1360] ἡ, das Zurücklassen, Hinterlassen, Plat. Phaedr. 257 e; Überbleibsel, LXX.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de laisser après soi;
2 reste, surplus.
Étymologie: καταλείπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάλειψις -εως, ἡ [καταλείπω] achterlating.

Russian (Dvoretsky)

κατάλειψις: εως (τᾰ) ἡ
1) оставление (после себя потомству) (συγγραμμάτων Plat.);
2) оставление (у себя дома), т. е. сбережение (τῶν ἵππων Arst.).

Greek Monolingual

κατάλειψις και ποιητ. τ. κάλλειψις, ἡ (Α) καταλείπω
1. το να αφήσει κάποιος κάτι στους μεταγενέστερους
2. οι μεταγενέστεροι, οι απόγονοι.

Greek Monotonic

κατάλειψις: -εως, ἡ (καταλείπω), εγκατάλειψη πράγματος από κάποιον, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλειψις: -εως, ἡ, τὸ καταλείπειν ἢ ἀφίνειν ὀπίσω, κ. συγγραμμάτων Πλάτ. Φαῖδρ. 257Ε, Ἀριστ. Ἀποσπ. 146· ἐκ χρημάτων καταλείψεως, διὰ κληροδοτήσεως, Συλλ. Ἐπιγρ. 4369. ΙΙ.= κατάλειμμα, Ἑβδ. (Γεν. ΜΕ', 7)· ποιητ. κάλλειψιν Ἡσύχ.

Middle Liddell

κατάλειψις, εως καταλείπω
a leaving behind, Plat.