ἐπιγελάω
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
fut. -άσομαι [ᾰ] LXXPr.1.26:A —laugh approvingly, γέλασαν δ' ἐπὶ πάντες Ἀχαιοί Il.23.840, cf.Pl.Phd.62a, X.Ap.28, etc.; ἐ. χορείαις smile upon, Ar.Th.979(lyr.); τινὶ σκ ώψαντι Thphr.Char.2.4: abs., κύματα ἐπιγελᾷ break with a plashing sound, Arist.Pr.931a35; στόματα ἐπιγελῶντα, of the mouths of rivers, Str.1.4.2(s.v.l.); λόγοι ἐπιγελῶντες pleasant words, Plu.2.27f. 2. metaph., sparkle on the surface, ἐπεγέλασέ τις ὕλη τῷ μίγματι Herm. ap. Stob.1.49.44. II. = ἐπεγγελάω, LXX Pr.1.26, Gal.6.234, Luc. Bis Acc.5; τῷ δυστυχοῦντι Chiloap.Stob.3.1.172.
German (Pape)
[Seite 932] (s. γελάω), dabei, darüber lachen; Ar. Th. 978; Plat. Phaed. 62 a; Xen. u. A.; λόγοι ἐπιγελῶντες, freundliche Reden, Plut. aud. p. 7; verlachen, verspotten, τινί, Arr. An. 4, 12, 3; Luc. – Uebtr., τὸ κῦμα ἐπιγελᾷ Arist. probl. 23, 1. 24, wie στόματα ἐπιγελῶντα Strab. XI p. 501, mit starkem Wellenschlage.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 rire, sourire abs.
2 rire de, se moquer de, τινι.
Étymologie: ἐπί, γελάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιγελάω:
1) (добродушно, сочувственно) смеяться, улыбаться (τινι Xen., Plat.; ἐπιγελάσας ἔφη Plut.);
2) журчать (τὰ κύματα ἐπιγελᾷ Arst.);
3) быть ласковым, приветливым (λόγοι ἐπιγελῶντες καὶ φιλάνθρωποι Plut.);
4) насмехаться, издеваться (τινὰ ἐπιγελῶντα οὐ φέρειν Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγελάω: μέλλ. -άσομαι ᾰ, γελῶ ἐπιδοκιμάζων, ὡς τὸ προσγελάω, Λατ. arrideo, ἀντίθετον τῷ ἐπεγγελάω (irrideo), γέλασαν δ’ ἐπὶ πάντες Ἀχαιοὶ Ἰλ. Ψ. 840, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 62A, Ξεν. Ἀπολογ. 28, κτλ.· ἐπ. τινί, γελῶ ἐπί τινι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 979· τινι σκώψαντι Θεοφρ. Χαρ. 2. 3· ἀπολ., κῦμα ἐπιγελᾷ, ῥήγνυται μετὰ ἤχου φλοισβώδους, Ἀριστ. Προβλ. 23. 24· οὕτω, στόματα ἐπιγελῶντα, ἐπὶ τῶν ἐκβολῶν ποταμῶν, Στράβ. 501· λόγοι ἐπιγελῶντες, εὐχάριστοι, Πλούτ. 2. 27F. ΙΙ. = ἐπεγγελάω, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 5.
Greek Monotonic
ἐπιγελάω: μέλ. -άσομαι [ᾰ],
I. γελώ επιδοκιμαστικά, Λατ. arrideo, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
II. = ἐπεγγελάω, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. άσομαι
I. to laugh approvingly, Lat. arrideo, Il., attic
II. = ἐπεγγελάω, Luc.