τρισσός
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
English (LSJ)
ή, όν; Att. τριττός Pl.Lg.782d, etc.; Ion. τριξός (q.v.): (τρίς):—A threefold, triune Hes.Fr.191, E.Fr.285.3, etc.; τρισσὸν ζεῦγος τρισσῶν (sed leg. τριῶν) θεῶν Id.Tr.924; πρᾶσις τ. γραφεῖσα POxy.1208.24 (iii A. D.):—Adv. -ῶς Thphr. ap. D.H.Lys.14, LXX Pr.22.20, al., AP 12.123. II in plural, = τρεῖς, Pi.P.8.80, S.OT164 (lyr.), OC479, E.Hec.645 (lyr.), Pl.R.504a. III = τρίτος, IG12(2).129.8 (Mytil.). IV τρισσοί, = shields, misrendering of Hebr. šelātî through confusion with šālōš 'three', LXX 4 Ki.11.10. V literal rendering of Hebr. šālīš 'measure containing third part (of unknown unit)', Aq.Is.40.12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 triple;
2 au plur. trois ; adv. • τρισσά triplement.
Étymologie: τρίς ; cf. τριξός.
Russian (Dvoretsky)
τρισσός: позднеатт. τριττός, ион. τριξός 3 троякий, тройной Hes., Eur.: τρισσοὶ προφάνητέ μοι Soph. явитесь втроем ко мне; τριττὰ εἴδη Plat. три вида.
Greek (Liddell-Scott)
τρισσός: ή, όν· νεώτερ. Ἀττ. τριττὸς (Πλάτ. Νόμ. 782D)· Ἰων. τριξὸς (ὃ ἴδε), πρβλ. διξός· (τρίς)· - τριπλοῦς, Λατ. triplex, Ἡσ. Ἀποσπ. 68. 2, Εὐρ. κλπ.· τρισσὸν ζεῦγος τρισσῶν θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 924. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ἀνθ. Π. 12. 123, Διον. Ἁλ., κλπ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., = τρεῖς, Πινδ. Π. 8. 115, Σοφ. Ο. Τ. 164, Ο. Κ. 479, Πλάτ. Πολ. 504Α, κλπ.· πρβλ. τριφάσιος.
English (Slater)
τρισσός threefold Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ (P. 8.80)
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ, και αττ. τ. τριττός και ιων. τ. τριξός, Α
τριπλός
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρισσά
κώδικες με τρεις στήλες
αρχ.
1. τρίτος
2. ονομασία μέτρου, το ένα τρίτο άγνωστου μεγέθους
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τρισσοί
ασπίδες
4. (στον πληθ. όλων τών γενών) τρεις («τρισσῶν θεῶν» — τών τριών θεών (Ευρ.).
επίρρ...
τρισσῶς Α
τριπλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τρισσός < τρι- (βλ. λ. τρεις, τρία) + επίθημα -σσός μέσω ενός τ. τριχjος επίρρ. τρίχα (πρβλ. δισσός < διχjος< δίχα). Ο τ. τριξός
< τρι- + επίθημα -ξός μέσω ενός τ. τριχθjος < επίρρ. τριχθά (πρβλ. διξός < διχθjος < διχθά)].
Greek Monotonic
τρισσός: Ιων. τριξός, -ή, -όν (τρίς)·
I. τριπλός, Λατ. triplex, σε Ευρ. κ.λπ.· επίρρ. τρισσῶς, σε Ανθ.
II. στον πληθ., τρεῖς, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
τρισσός, Ionic τριξός, ή, όν τρίς
I. threefold, Lat. triplex, Eur., etc.:—adv. -ῶς, Anth.
II. in plural, = τρεῖς, Pind., Soph., etc.