ἐφιππάζομαι
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
A ride a tilt at, λόγοις Cratin.358. 2 ride upon, ἐπὶ δελφῖνος Luc.DMar.6.2; sens. obsc., Artem.1.79. 3 abs., ride, Palaeph.52, Jul.Or.2.60a.
German (Pape)
[Seite 1119] darauf reiten, ἐπί τινος, Luc. D. Mar. 6, 2; im obscönen Sinne, Artemid. 1, 79. – Cratin. bei B. A. 39, 10 sagt ἐφιππάσασθαι λόγοις, was καταδραμεῖν erklärt wird, losziehen mit Worten.
French (Bailly abrégé)
aller à cheval, chevaucher.
Étymologie: ἐπί, ἱππάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐφιππάζομαι: ездить верхом или плыть сидя верхом (ἐπὶ δελφῖνος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφιππάζομαι: ἐφορμῶ ἔφιππος κατά τινος, μεταφ., ἐφιππάσασθαι λόγοις, καταδραμεῖν, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 131· πρβλ. καθιππάζομαι. 2) ἱππεύω, ἐποχοῦμαι, δελφῖνά μοί τινα τῶν ὠκέων παράστησον· ἐφιππάσομαι γὰρ αὐτοῦ Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 6. 2· ἐπὶ σημασίας αἰσχρᾶς, ἄνωθεν ἐπικειμένην ἢ ἐφιππαζομένην Ἀρτεμίδ. 1. 79.
Greek Monolingual
ἐφιππάζομαι (Α)
1. εφορμώ έφιππος, επιτίθεμαι
2. ιππεύω
3. τρέχω έφιππος
4. (με αισχρή σημ.) αυτός που καβαλιέται, που πηδιέται («ἄνωθεν ἐπικειμένην ἤ ἐφιππαζομένην», Αρτεμίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱππάζομαι.
Greek Monotonic
ἐφιππάζομαι: αποθ., εφορμώ έφιππος καταπάνω, σε Λουκ.