ἀχόρταστος
ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives
English (LSJ)
ον, unfed, starving, τύχη Men.690, Sm.Ps.58(59).16; = ἄπληστος, Hsch.:—hence substantive ἀχορτασία, ἡ, ravenous hunger, Sm.De.28.20.
Spanish (DGE)
-ον
voraz, insaciable τύχη Men.Comp.1.293, 2.52, τέρας Isid.Pel.Ep.M.78.668C, κοιλίη Eus.Alex.Serm.M.86.400B, cf. Hsch., Cyran.1.6.14, Sch.A.Pr.371(p.217)D.
German (Pape)
[Seite 419] ungefüttert, ungesättigt, τύχη Men. in Comp. Men. et Phil. p. 359.
Russian (Dvoretsky)
ἀχόρταστος: ненасытный (τύχη Men.).
Greek Monolingual
αχόρταγος και αχόρταστος, -η, -ο (AM ἀχόρταστος, -ον χορτάζω
αυτός που δεν μπορεί να χορτάσει, ο ακόρεστος, ο άπληστος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν χόρτασε, ο πεινασμένος
2. λαίμαργος, αδηφάγος
3. ανικανοποίητος.
Translations
insatiable
Armenian: անկուշտ; Bulgarian: ненаситен; Catalan: insaciable; Chinese Mandarin: 無法滿足的, 无法满足的, 貪得無厭的, 贪得无厌的, 貪心, 贪心; Czech: neukojitelný; Danish: umættelig; Dutch: onverzadigbaar; Esperanto: nesatigebla; Finnish: tyydyttämätön, kyltymätön; French: insatiable; Galician: insaciable, insaciábel; Georgian: გაუმაძღარი; German: unersättlich; Greek: ακόρεστος, ανεχόρταγος, ανικανοποίητος, αξεδίψαστος, άπληστος, αχόρταγος, αχόρταστος; Ancient Greek: ἄατος, ἄβαρτος, ἄβορος, ἀεικενός, ἀκόρεστος, ἀκόρετος, ἀκορής, ἀκόρητος, ἄμαργος, ἄναλτος, ἄπαυστος, ἄπλειστος, ἀπλήμων, ἀπληστόκορος, ἄπληστος, ἀχόρταστος, δυσχαλίνωτος; Hungarian: telhetetlen, kielégíthetetlen; Italian: insaziabile, incontentabile; Japanese: 飽くことを知らない; Latin: insatiabilis; Lithuanian: nepasotinamas; Norwegian: umettelig; Polish: nienasycony; Portuguese: insaciável; Russian: ненасытный; Sanskrit: असिन्व; Serbo-Croatian Cyrillic: незаја̀жљив; Roman: nezajàžljiv; Spanish: insaciable; Swedish: omättlig; Tocharian B: ontsoytte; Ukrainian: ненаситний