δυσχωρία
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
English (LSJ)
ἡ, A rough ground, X.Cyr.1.6.35; τῶν Ἰταλῶν Jul.Or.1.38c: in plural, X. Cyr.1.4.7, Isoc.6.80, Onos.11.3, Gal.UP3.1, etc. II want of room, Ph.2.563, Ath.4.129c. III difficulty, Alex.Aphr.Fat.200.23.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I 1terreno desfavorable, dificultoso esp. ref. a desfiladeros o zonas abruptas, frec. en cont. bélico ἐν δυσχωρίᾳ op. ἐν ἐρυμνῷ X.Cyr.1.6.35, δυσχωρίας καὶ περικεκλεισμένους ὄρεσι τόπους Onas.11.3, στρατόπεδον ... εἰς δεινὰς δυσχωρίας κατακεκλῃμένον Aeschin.3.87, δ. καὶ στενοπορία ὑπελάμβανεν αὐτούς X.HG 3.5.20, ἐν δυσχωρίᾳ τέ εἰσιν ἀπειλημμένοι καὶ ἀναχώρησις οὐκ ἔσται αὐτοῖς Paus.4.17.6, cf. Isoc.6.80, D.Chr.55.18, τὰς δυσχωρίας διελθεῖν ἀμείνων ἄνθρωπος τοῦ ... Κενταύρου Gal.3.172, cf. X.Cyr.1.4.7, D.Chr.1.52, Aristid.Or.1.23, Philostr.VS 542.
2 lugar insano o desagradable debido a la acumulación de personas, Ph.2.563.
II 1dificultad del terreno ref. a diversos tipos de accidentes naturales ἀνδρῶν ... ἀγαθῶν ... ἐστερήθημεν τῶν ... ἐν Κορίνθῳ χρησαμένων δυσχωρίᾳ Pl.Mx.245e, δυσχρηστούμενοι δὲ διὰ τὰς δυσχωρίας τῶν τόπων Plb.2.6.4, cf. D.S.17.111, ἀφῃροῦντο γὰρ αἱ δυσχωρίαι τὴν δίωξιν Plu.Flam.5, cf. X.An.3.5.16, πολλαὶ δ' εἰσὶ δυσχωρίαι κατὰ τὴν ἐκ Ῥώμης εἰς Καμπανίαν ἄγουσαν ὁδόν D.H.15.4, cf. Hld.2.19.3, τὸ ὄχημα κατά τινα δυσχωρίαν περιτέτραπται Eun.VS 470, αἱ Ἰταλῶν δυσχωρίαι Iul.Or.1.38c, cf. Str.3.4.18, tb. en una ciudad, I.BI 3.330
•anfractuosidad ἐγκαταλείπεσθαι ἀναγκαῖον ἐν ταῖς δυσχωρίαις acumularse por fuerza en las anfractuosidades el viento en los seísmos, Arist.Mete.368a5.
2 gener. dificultad, situación difícil διὰ τὴν ἐν τῇ πόλει περὶ τὰς σιταρχία[ς] δυσχωρίαν SB 11371.6 (I a.C.), para cargar con los regalos recibidos, Hippolochus en Ath.129c, ἐν τοῖς λεγομένοις δ. Alex.Aphr.Fat.30, cf. Didym.Gen.234.2.
German (Pape)
[Seite 691] ἡ, schwierige Beschaffenheit eines Ortes, ungünstiges Terrain; Plat. Menex. 245 e; Xen. Cyr. 1, 4, 7 u. öfter; auch Folgde.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
difficulté d'un lieu, d'un terrain.
Étymologie: δυσ-, χώρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δυσχωρία -ας, ἡ [δυσ-, χώρα] moeilijk, ruw terrein.
Russian (Dvoretsky)
δυσχωρία: ἡ тж. pl. досл. неудобная местность, воен. невыгодные позиции Xen., Isocr., Plat., Arst., Plut.
Greek Monolingual
δυσχωρία, η (Α)
1. ανώμαλο έδαφος, κακοτοπιά
2. έλλειψη χώρου ή θέσης
3. δυσχέρεια, δυσκολία.
Greek Monotonic
δυσχωρία: ἡ (χώρα), δύσκολο, τραχύ, ανώμαλο έδαφος, κακοτοπιά, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
δυσχωρία: ἡ, τόπος δύσκολος, δύσκολον ἔδαφος, «κακοτοπιά»,Ξεν. Κύρ. 1.6,35· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 35,κτλ. ΙΙ. ἔλλειψις τόπου, θέσεως, Ἀθήν. 129C.