ἐπικωλύω
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
hinder, check, ἀλλήλους X.Oec.8.4; τίς . . μ' οὑπικωλύσων τάδε; S.Ph.1242; τὸ ἔργον IG7.3073.35 (Lebad.); τὸν ἐργώνην ib.45: abs., to be a hindrance, Th.6.17:—Pass., PPetr.3p.109 (iii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 955] verhindern, hinderlich sein, τίς ἔσται μ' ὁὐπικωλύσων τάδε; Soph. Phil. 1226, wer wird mich daran verhindern? τὰ ἐνθάδε οὐκ ἐπικωλύσει Thuc. 6, 17. Vgl. noch das Vorige.
French (Bailly abrégé)
empêcher : τινά τι qqn de faire qch.
Étymologie: ἐπί, κωλύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικωλύω: мешать, препятствовать: τὰ ἐνθάδε οὐκ ἐπικωλύσει Thuc. здешние (т. е. греческие) дела не послужат препятствием; ἐ. ἀλλήλους Xen. мешать друг другу; τίς ἔσται μ᾽ οὑπικωλύσων (= ὁ ἐπικωλύσων με) τάδε; Soph. кто помешает мне в этом?
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικωλύω: μέλλ. -ύσω ῡ, κωλύω, παρεμβάλλω ἐμπόδιον, Θουκ. 6. 17· ἀλλήλους Ξεν. Οἰκ. 8, 4· κωλύω εἴς τι, τίς ἔσται μ’οὑπικωλύσων τάδε; Σοφ. Φ. 1242.
Greek Monolingual
ἐπικωλύω (Α) κωλύω
παρεμποδίζω, παρεμβάλλω εμπόδια.
Greek Monotonic
ἐπικωλύω: μέλ. -ύσω [ῡ], εμποδίζω, κωλύω, αναχαιτίζω, ανακόπτω, σε Σοφ., Θουκ.
Middle Liddell
fut. ύσω
to hinder, check, Soph., Thuc.