τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
Full diacritics: μήχι | Medium diacritics: μήχι | Low diacritics: μήχι | Capitals: ΜΗΧΙ |
Transliteration A: mḗchi | Transliteration B: mēchi | Transliteration C: michi | Beta Code: mh/xi |
related to μή as οὐχί to οὐ, ναίχι to ναί, Eub.23.
μήχι (Α)
μόριο το οποίο έχει σχέση με το μόριο μη, όπως και το ουχί έχει σχέση με το μόριο ου και το ναιχί με το μόριο ναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μή-χι (πρβλ. οὐχί)].