ὑπτιόω

From LSJ
Revision as of 16:34, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπτιόω Medium diacritics: ὑπτιόω Low diacritics: υπτιόω Capitals: ΥΠΤΙΟΩ
Transliteration A: hyptióō Transliteration B: hyptioō Transliteration C: yptioo Beta Code: u(ptio/w

English (LSJ)

only in Pass.,
A to be turned on one's back, ὑπτιωθέντος [τοῦ βρέφους] Sor.1.100, cf. 106; to be turned downside up, to be upset, ὑπτιοῦτο σκάφη νεῶν A.Pers.418; of leaves, to be laid back, Dsc.4.88.
2 of land, slope gently upwards, λόφος . . ὑπτιούμενος ἐπὶ τὴν κορυφὴν ἄκραν J.AJ15.11.3.
3 metaph. of the appetite (cf. ὑπτιασμός ΙΙ), to be sluggish, ὄρεξιν . . ὑπτιωμένην ἀνεγεῖραι Gal.14.302; ὑπτιοῦσθαι τὸν στόμαχον Archig. ap. Gal.13.140, cf. Sor.1.50.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
renverser en arrière, particul.
I. coucher sur le dos;
II. Moy.-Pass. ὑπτιόομαι, ὑπτιοῦμαι;
1 se renverser sens dessus dessous;
2 s'incliner, biaiser;
3 être indolent, être paresseux.
Étymologie: ὕπτιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπτιόω: κατακλίνω ὕπτιον, ὑπτιοῦντες αὐτὴν ὑπτίαν Μοσχίων περὶ Γυναικ. Παθ. σελ. 21, 4. ΙΙ. Παθ., ἀνατρέπομαι, ὑπτιοῦτο σκάφη νεῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 418. 2) ἐπὶ γῆς, κλίνω, νεύω ὁμαλῶς, ὑπτιούμενος ἐπί… Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 11, 3. 3) μεταφορ., εἶμαι ἄφροντις, ὀκνηρός, Γαλην.· γίνομαι ὑπερήφανος, ἐπαίρομαι, τοῖς ἐπαίνοις τῶν ἀνθρώπων ὑπτιούμενοι Μᾶρκ. Ἀναχωρητὴς 944Β.

Russian (Dvoretsky)

ὑπτιόω: опрокидывать: ὑπτιοῦτο σκάφη νεῶν Aesch. корабельные кузова опрокинулись.

German (Pape)

hintenüber stürzen, ὑπτιοῦτο δὲ σκάφη νεῶν Aesch. Pers. 410.