ὑψίπους
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ποδος, high-footed, i.e. high-reared, lofty, νόμοι S.OT866 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ίποδος
aux pieds élevés ; élevé ; sublime.
Étymologie: ὕψι, πούς.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίπους: 2, gen. ποδος досл. высоконогий, перен. возвышенный, высокий (νόμοι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίπους: ὁ, ἡ, ὁ ὑψηλὰ πατῶν, ὑψηλός, Λατ. sublimis, νόμοι… ὑψίποδες, ὑψοῦ πατοῦντες, ὑψηλοί, Σοφ. Ο. Τ. 866, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.
Greek Monolingual
-ουν, Α
1. αυτός που έχει ψηλά πόδια
2. μτφ. (για νόμο) αυτός που είναι ανώτερος από την ανθρώπινη αυθαιρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πούς, ποδός (πρβλ. ἀρτί-πους)].
Greek Monotonic
ὑψίπους: ὁ, ἡ, αυτός που πατάει ψηλά, δηλ. ψηλός, δεσπόζων, σε Σοφ.
Middle Liddell
ὑψί-πους,
high-footed, i. e. high-reared, lofty, Soph.
German (Pape)
πουν, gen. ποδος, hochfüßig, hochgehend, νόμοι πρόκεινται ὑψίποδες οὐρανίαν δι' αἰθέρα τεκνωθέντες Soph. O.R. 866.