ἀνούτατος
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ον, A unwounded bv stroke of sword, ἄβλητος καὶ ἀνούτατος 11.4.540, cf. A.R.2.75. II invulnerable, Nonn.D.16.157,al. III where no wounds are inflicted, ἀγωνες ib.37.774.
Spanish (DGE)
(ἀνούτᾰτος) -ον
1 ileso, ἀνήρ ... ἄβλητος καὶ ἀ. Il.4.540, Polideuces, A.R.2.75, cf. Hsch.
2 invulnerable, Διόνυσος Nonn.D.16.157.
3 en que no se hiere ἀγῶνες Nonn.D.37.774.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non blessé.
Étymologie: ἀ, οὐτάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνούτᾰτος: нераненный, незадетый (χαλκῷ Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνούτᾰτος: -ον, (οὐτάω) ὁ μὴ ἐκ τοῦ ἐγγὺς ξίφει τρωθείς, ἀνούτατος ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Δ. 540, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 125.
English (Autenrieth)
unwounded, Il. 4.540†. See οὐτάω.
Greek Monolingual
ἀνούτατος και ἀνούτητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν πληγώθηκε από χτύπημα ξίφους
2. ο άτρωτος
3. (για αγώνες) αυτός στον οποίο δεν επιτρέπονται χτυπήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουτάω «χτυπώ με όπλο»].
Greek Monotonic
ἀνούτᾰτος: -ον (οὐτάω), αυτός που δεν χτυπήθηκε από σπαθί, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
German (Pape)
nicht verwundet durch Hieb oder Stoß, s. οὐτάω; Hom. Il. 4.540 ἄβλητος καὶ ἀνούτατος, weder durch einen Wurf (s. βάλλω), noch durch Hieb oder Stoß verwundet, vgl. Schol. Aristonic.; Aeschyl. Lycurg. ap. Hesych. s.v. ἀνούτατος (Dindorf. frgm. 119); Apoll.Rh. 2.75.