κορύνησις
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
εως, ἡ, putting forth of knobby buds, Thphr.HP3.5.1, Phan.Hist.25, Arr.Fr. 24 J.
Greek (Liddell-Scott)
κορύνησις: -εως, ἡ, (κορυνάω) βλάστησις κορυνοειδοῦς βλαστοῦ ἢ κάλυκος, Θεόφρ. π. Φ. Ἱστ. 3. 5. 1, Φανίας παρ’ Ἀθην. 61F.
Greek Monolingual
κορύνησις, ἡ (Α) κορυνώ
η βλάστηση κορυνοειδούς βλαστού ή κάλυκα άνθους.
German (Pape)
ἡ, das Treiben kolbiger Sprossen od. Blütenknospen, Theophr.; σπερματική, Phani. bei Ath. II.61e.