ὀζόστομος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον, with foul breath, AP11.427 (Lucill.), M.Ant.5.28, Orib.Fr.24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la bouche sent mauvais.
Étymologie: ὄζω, στόμα.
Russian (Dvoretsky)
ὀζόστομος: с дурным запахом изо рта, со зловонным дыханием Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὀζόστομος: -ον, ὁ κακὸν ὄζων τοῦ στόματος, ὁ ἔχων δυσώδη ἀναπνοή, Ἀνθ. Π. 11. 427, Μ. Ἀντων. 5. 28.
Greek Monolingual
ὀζόστομος, -ον (Α)
αυτός που έχει δυσώδη αναπνοή, που αποπνέει κακοσμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζω «αναδίδω δυσάρεστη οσμή» + -στόμος (< στόμα)].
Greek Monotonic
ὀζόστομος: -ον (ὄζω, στόμα), αυτός που έχει δυσάρεστη αναπνοή, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὀζό-στομος, ον, [ὄζω, στόμα
with bad breath, Anth.
German (Pape)
übel aus dem Munde riechend, Luc. 13 (IX.427).