ὀζόστομος

From LSJ
Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀζόστομος Medium diacritics: ὀζόστομος Low diacritics: οζόστομος Capitals: ΟΖΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: ozóstomos Transliteration B: ozostomos Transliteration C: ozostomos Beta Code: o)zo/stomos

English (LSJ)

ον, with foul breath, AP11.427 (Lucill.), M.Ant.5.28, Orib.Fr.24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la bouche sent mauvais.
Étymologie: ὄζω, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

ὀζόστομος: с дурным запахом изо рта, со зловонным дыханием Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὀζόστομος: -ον, ὁ κακὸν ὄζων τοῦ στόματος, ὁ ἔχων δυσώδη ἀναπνοή, Ἀνθ. Π. 11. 427, Μ. Ἀντων. 5. 28.

Greek Monolingual

ὀζόστομος, -ον (Α)
αυτός που έχει δυσώδη αναπνοή, που αποπνέει κακοσμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζω «αναδίδω δυσάρεστη οσμή» + -στόμος (< στόμα)].

Greek Monotonic

ὀζόστομος: -ον (ὄζω, στόμα), αυτός που έχει δυσάρεστη αναπνοή, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀζό-στομος, ον, [ὄζω, στόμα
with bad breath, Anth.

German (Pape)

übel aus dem Munde riechend, Luc. 13 (IX.427).