λιμόξηρος

From LSJ
Revision as of 16:53, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑμόξηρος Medium diacritics: λιμόξηρος Low diacritics: λιμόξηρος Capitals: ΛΙΜΟΞΗΡΟΣ
Transliteration A: limóxēros Transliteration B: limoxēros Transliteration C: limoksiros Beta Code: limo/chros

English (LSJ)

ον, wasted with hunger, Hierocl.Facet.219- 226. Adv. -ρως Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

λῑμόξηρος: -ον, κατάξηρος ἐκ τῆς πείνης, πεινασμένος, Φιλόγελος §§ 219-226.

Greek Monolingual

λιμόξηρος, -ον (Α)
εξαντλημένος από την ασιτία, κάτισχνος, σκελετωμένος από την πείνα.
επίρρ...
λιμοξήρως (Α)
με εξάντληση από την πείνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + ξηρός (πρβλ. κατάξηρος, ολό-ξηρος)].

German (Pape)

[ῑ], hungertrocken, hungerig, Sp.